Μια απ’ τις ομορφότερες εικόνες που σου χαρίζει το φθινόπωρο είναι κάποιες «μελαγχολικές» νύχτες που δε βγαίνεις απ’ το σπίτι και προτιμάς να κάθεσαι στο μπαλκόνι παρατηρώντας τα σύννεφα. Ανακαλύπτεις σχήματα και περίεργα χρώματα καθώς τα κοιτάς. Σ’ άρεσε πολύ και σένα να το κάνεις. Μου έλεγες ότι ηρεμούσε το μυαλό σου, σε ταξίδευε.
Όταν βρισκόμασταν μαζί, μέναμε ακίνητοι στο πέρασμά τους. Ονειρευόμαστε ότι κάποια στιγμή θα παγώναμε τον χρόνο για να ζήσουμε όσο πιο πολύ γινόταν μαζί. Να αισθανόμασταν περισσότερο ο ένας την παρουσία του άλλου. Χωρίς όρια, χωρίς φραγμούς.
Δεν άντεχες όμως κι έφευγες. Έμενα να κοιτάζω έναν ουρανό χωρίς σύννεφα, χωρίς χρώματα. Έναν ουρανό χωρίς προσωπικότητα. Δεν ξέρω πού πήγαινες. Σημασία έχει ότι έφευγες ξαφνικά. Χωρίς να πεις τίποτα. Μόλις έκλεινες την πόρτα παρατηρούσα το ρολόι. Αμείλικτα να δείχνει τον χρόνο που γινόταν περασμένος και ποτέ επιστρεφόμενος. Το βλέμμα μου μέσα απ’ το παράθυρο σ’ έψαχνε επίμονα στον δρόμο με τη λαχτάρα να ανατρέψεις τα δεδομένα και να γυρίσεις πίσω.
Όσες φορές επέστρεψες το έκανες για να ικανοποιήσεις τον εγωισμό σου. Ένας ήχος ακουγόταν στο δωμάτιο, δεν ήταν η φωνή σου, αλλά το παράπονο μιας ξεχασμένης ευτυχίας ενώ έσβηνε, όπως καθετί που χάνεται. Χωρίς να αφήνει κανένα ίχνος πίσω της, για να μας θυμίζει πόσο λίγοι κι ανάξιοι σταθήκαμε μπροστά της.
Εκνευριζόμουν συνεχώς χωρίς να το δείχνω όμως. Ίσως αυτό υπήρξε το μεγαλύτερό μου λάθος. Σε ενοχοποιούσα από μέσα μου, δυσανασχετούσα από μέσα μου, σε μισούσα από μέσα μου. Κανένα απ’ τα συγκεκριμένα συναισθήματα δε σου έδειξα ποτέ μου. Όχι από φόβο, μην μπερδεύεσαι.
Το μοναδικό που μ’ ενδιέφερε ήταν να ανακαλύψεις πόσο σ’ αγαπούσα. Από ένα σημείο και μετά η αγάπη μου για σένα έμοιαζε μ’ έναν έρωτα που δεν του είχε απομείνει καμία αναπνοή. Περίσσευα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Πόσες φορές ευχήθηκα να έρθεις εδώ για να σε δω, να σ’ αγγίξω. Κι ας γνώριζα μέσα μου ότι δε θα πάρω ποτέ αυτό που χρειαζόμουν από σένα. Με θύμωνε η ανεκτικότητα που έδειχνα, με πλήγωναν χωρίς να το καταλαβαίνω οι συγχωρέσεις που σου έδινα. Απορούσες κι εσύ πως στις έδινα έτσι αβίαστα με ψυχραιμία. Μα δεν το μετάνιωνα. Για οτιδήποτε είπα ή έκανα, ποτέ δεν το μετάνιωσα.
Θυμάμαι όλα εκείνα τα βράδια που συζητούσαμε μεταξύ μας τα πάντα. Φέρνω στη μνήμη μου όλες εκείνες τις λέξεις που ορκιζόσουν πως τις εννοούσες. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν ψεύτικες τελικά, σαν εσένα. Έφθασε η ώρα να καταλήξουμε έτσι όπως ακριβώς αρχίσαμε. Σαν άγνωστοι. Δυο άγνωστοι που πάντα περισσεύουν ο ένας στη ζωή του άλλου.
Μέσα στα εκατοντάδες καλά που έχει ο έρωτας υπάρχει κι ένα κακό. Αυτό είναι ότι μπορεί να μην κρατήσει πολύ. Γι’ αυτό τον λόγο εναποθέτουμε τις προσδοκίες μας στην ανάμνησή του. Για να πούμε ότι αισθανόμαστε ακόμα. Αν σβήσει αυτή η προσδοκία, φεύγει η ανάμνηση του ανθρώπου που ερωτεύτηκες. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι ήρθε το τέλος κι επιβάλλεται να φύγεις.
Το ίδιο συμβαίνει μ’ εμάς τώρα. Μην ψάχνεις να βρεις ποιος κέρδισε και ποιος έχασε. Δε θα οδηγήσει κάπου. Απλά, έμεινε άλλη μια ιστορία ανάμεσα σε τόσες που έχουν την ίδια κατάληξη .
Τη σχέση μας δυστυχώς την εξουσίαζε αυτός που ενδιαφερόταν λιγότερο. Το κατέστησες σαφές με τη στάση σου κυρίως. Εγώ δεν έχω καμία θέση πλέον σ’ αυτή. Θα φύγω χωρίς να πω τίποτα άλλο. Ήδη είπα πάρα πολλά. Όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
Δεν ξέρω αν με πιστεύεις, αλλά θέλω το καλύτερο για σένα. Σε διαβεβαιώνω ότι θα το πραγματοποιήσω. Θα λείπω απ’ τη ζωή σου. Δε θα υπάρξουν άλλες επιστροφές. Καινούργια αρχή σε μια υπέροχη ζωή που περιμένει να την ακολουθήσω. Χωρίς εσένα. Πάντα προτιμούσα να λείπω παρά να περισσεύω.
Επιμέλεια Κειμένου Δημήτρη Μπότη: Πωλίνα Πανέρη