Ο Νίκος δεν πίστευε ότι θα πάω όταν του έλεγα.

Ακόμα και όταν έκανα την αίτηση δεν το πίστευε. Ούτε όταν με δέχτηκαν, ούτε όταν έκλεισα τα αεροπορικά. Τα πρώτα μου αεροπορικά.

Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ ήμουν σίγουρη. Ίσως από πείσμα προς τον Νίκο, να πήγα αρχικά εν τέλει. Αλλά πήγα.

Αυτός –ο κολλητός συμφοιτητής– με πήγε στο αεροδρόμιο και μόνο τότε πίστεψε πως θα φύγω. Η αγκαλιά του, πάντα μεγάλη, με χωρούσε και ας έχω τα παραπανίσια κιλά μου.

Ο Lucian, ο be-buddy μου, ορισμένος από την ESN- μια παγκόσμια ομάδα εθελοντών, που αναλαμβάνουν να βοηθάνε τους νέους φοιτητές Erasmus- ήρθε και με παρέλαβε από το αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου, προς μεγάλη μου ανακούφιση. Όταν όμως φτάσαμε στην εστία στο Grozăveşti, έμελλαν να αρχίσουν τα δύσκολα.

Ενώ μας είχαν ενημερώσει πως θα υπήρχαν κουβέρτες και μαξιλάρια, δεν υπήρχε τίποτα.

Για πρώτη φορά στο εξωτερικό, μόνη σε μια χώρα που δε ξέρω ούτε τη γλώσσα, έπρεπε να κοιμηθώ στους 4°C, σκεπασμένη με μια πετσέτα μπάνιου, σε ένα βρώμικο δωμάτιο, με μικρά κατσαριδάκια να αλωνίζουν ολόγυρα.

Το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν απογοήτευση και φόβος. Το γεγονός ότι την ημέρα που ξημέρωσε ήταν και τα γενέθλιά μου, το έκανε ακόμα πιο δύσκολο στο μυαλό μου. Δεν είχα νιώσει ποτέ πιο μόνη.

Τηλεφώνησα στη μητέρα μου και της είπα ότι θα επιστρέψω στην Ελλάδα με την πρώτη πτήση. Όμως η νύχτα κάποιες φορές είναι τόσο μεγάλη, που μπορεί να σου αλλάξει τελείως τη ζωή και τα μυαλά.

Γιόρτασα τα πιο όμορφα γενέθλια, παρέα με 30+ άτομα, να μου εύχονται σε διάφορες γλώσσες ως το ξημέρωμα. Το πώς καταλήξαμε μαζί, είναι μια άλλη ιστορία.

Δε μου είχε τύχει ποτέ άλλοτε να με αγκαλιάσουν έτσι τόσοι άγνωστοι άνθρωποι. Πόσο μάλλον όταν αυτοί έρχονταν από όλες τις γωνιές της Ευρώπης.

Εγώ –η μία Ελληνίδα– παρέα με έναν Αυστριακό, έναν Ολλανδό, έναν Σλοβάκο, έναν Άγγλο, πολλούς Γερμανούς, Γάλλους, Ισπανούς, Ιταλούς, Πολωνούς, Ρουμάνους γίναμε για έξι μήνες μια μεγάλη παρέα και ζήσαμε μια από τις μεγαλύτερες και πιο τρελιάρικες εμπειρίες της ζωής μας.

Απέκτησα φίλους που μπορεί να μην ξαναδώ ποτέ, αλλά μαζί μελετούσαμε, ξενυχτούσαμε, πίναμε, χορεύαμε μέχρι να μη νιώθουμε πια τα πόδια μας, ταξιδέψαμε, τσακωθήκαμε μέχρι που κάποιοι κατέληξαν στο κρατητήριο και έβγαλαν εκεί τη νύχτα. Πολλοί ερωτεύτηκαν και είναι ακόμα μαζί.

Όταν ξυπνούσα το πρωί, ήξερα πως με το που έβγαινα από το δωμάτιο να πάω στο κοινόχρηστο μπάνιο να πλυθώ, θα δω τον Gonzalo με το αφανέ μαλλί του να μου χαμογελάει και να με κάνει μια τεράστια αγκαλιά φωνάζοντας όλο χαρά, «Hola loca! Como estas?»

Όταν ξεκινάει έτσι η μέρα σου, πώς να μην πάει καλά;

Το απόγευμα, μαγειρεύαμε όλοι μαζί στον διάδρομο, βγάζαμε τα γραφεία μας έξω από τα δωμάτια και στήναμε συμπόσια. Το τραπέζι μας πάντα πολυπολιτισμικό, πολύχρωμο, με μεγάλη ποικιλία. Κανείς δεν αντιστεκόταν στο τζατζίκι που έφτιαχνα συχνά. Και κάπως έτσι εξαφανίστηκαν και τα έντομα από την εστία.

Μια γιορτή ήταν η κάθε μας μέρα και επειδή ήμουν και η μόνη Ελληνίδα με είχαν στα όπα-όπα και μου έδειχναν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Είναι μεγάλη τιμή να σε αποκαλούν «Godmother», επειδή γνωρίζεις τα πάντα, χωρίς να έχεις προσπαθήσει ούτε στο ελάχιστο.

Παράνομα ζευγάρια, λεσβιακά φιλιά, φασώματα σε τουαλέτες, θάμνους, αποθήκες, club, έχθρες, φιλίες, ήμουν η μόνη που τα ήξερε όλα. Και το ημερολόγιό μου, αλλόγλωσσος πιστός γνώστης μαζί με εμένα. Όλοι με παρακαλούσαν μια μέρα να το μεταφράσω, να δουν τι χάνουν. Ίσως μια μέρα το κάνω. Όταν θα είναι ασφαλές για όλους.

Κάθε μέρα γινόταν κάτι ξεχωριστό. Ή ίσως το έβλεπα έτσι γιατί μου άφησε έντονη γεύση στην μετέπειτα ζωή μου.

Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την πολύ κρύα βραδιά λίγο πριν πέσει το χιόνι που φτιάξαμε όλοι μαζί λίτρα ζεστό κρασί με φλούδες από πορτοκάλια, λεμόνια και κανέλα και βγήκαμε με τα γάντια και τους σκούφους μας να το απολαύσουμε παρέα με τη φύση και τα αδέσποτα.

Δε θα ξεχάσω ακόμα, πόσο μου στάθηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που σημάδεψαν τη ζωή μου, όταν με τους κολλητούς μου από Ελλάδα που είχαν έρθει να με δουν, χτυπήσαμε μια κοπέλα με το αμάξι. Τροχαία, ανακριτικό, τμήμα, νοσοκομείο, Πρεσβεία, όλοι έτρεξαν να βοηθήσουν. Ένας Έλληνας που είχα γνωρίσει εκεί, δε σήκωσε καν το τηλέφωνο να μάθει πως είμαι. Τότε ήταν που τους εκτίμησα ακόμα περισσότερο.

Δε θα ξεχάσω ακόμα, την φροντίδα του Roelof, όταν έπεσα στο κρεβάτι, με 40 πυρετό. Λουλούδια στην άρρωστη, δυο γλυκά φιλιά κάθε πρωί, χωρίς να φοβάται ότι μπορεί να τον κολλήσω, φυσικοί χυμοί και αντιπυρετικά πάντα στην ώρα τους. Έρωτας ο Roelof.

Ήθελε να αφήσει τη χώρα του και να έρθει στην Ελλάδα για εμένα, μέσα σε μόλις λίγες εβδομάδες γνωριμίας. Αλλά δεν τον αγάπησα. Ούτε πέρασα μαζί του φλογερά βράδια. Μόνο μερικά φιλιά του χάρισα. Κι εκείνος ακόμα με θυμάται και μου στέλνει. Ακόμα με σκέφτεται και θέλει να με δει.

Από όλα είχε το Erasmus τελικά. Και σε κάθε ταξίδι που κάνω για να συναντήσω τους φίλους μου –είτε αληθινό, είτε νοερό– μαθαίνω ακόμα πως αν οι άνθρωποι ζήσουν κάτι δυνατό που τους ενώνει, όσα χρόνια και αν κάνουν να ειδωθούν, όσα χιλιόμετρα και αν τους χωρίζουν, δε θα είναι ποτέ ξένοι μεταξύ τους.

Έτσι κι εμείς, για πάντα θα έχουμε το Βουκουρέστι.

Και αν για ένα πράγμα είμαι περήφανη, είναι γιατί κατάφερα και έζησα αυτή την εμπειρία στο έπακρο και τώρα ζω την εμπειρία του pillowfighs, η οποία μου έχει φέρει εκτός από γνώσεις και αυτοπεποίθηση, πολλούς φίλους και πολλές ανεπανάληπτες στιγμές.

Ευχαριστώ Erasmus.

Ευχαριστώ pillowfights.gr και χρόνια μας πολλά.

Συντάκτης: Μαριάννα Κουρούπη