Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Κορίνα Γιαννάκη.
Η Αλίκη από τότε που θυμόταν τον εαυτό της ήθελε πάντα να ταξιδεύει. Να γνωρίζει μέρη, πολιτισμούς, κουλτούρες, ανθρώπους. Πολλούς ανθρώπους. Δεν της άρεσε ο ένας τόπος. Βαριόταν. Ήταν φευγάτη ψυχή η Αλίκη. Μία αιώνια ταξιδιώτισσα, μία εξερευνήτρια. Εξερευνήτρια της ζωής, της χαράς, του αγνώστου, των στιγμών.
Ο Αλέξανδρος από την άλλη ήταν το αντίθετο της Άλικης. Μοναχικός, τρόμαζε με τις αλλαγές, ήθελε σταθερότητα και ασφάλεια. Ίσως να τον έλεγες και αντικοινωνικό μιας και οι φίλοι του ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού.
Η Αλίκη δε θα κοιτούσε τον Αλέξανδρο σε διαφορετική περίπτωση μέχρι εκείνο το καλοκαίρι στη Σαντορίνη. Βλέπεις, καμία φορά όμως ή ζωή έχει τη διαστροφή να φέρνει κοντά ανθρώπους εντελώς αντίθετους λες και το κάνει επίτηδες. Λες και θέλει να εφαρμόσει στην πράξη αυτό που λέει ή φυσική τα ετερώνυμα έλκονται.
Η Αλίκη είχε πάρει το βιβλίο της και καθόταν αραχτή στη ξαπλώστρα της και διάβαζε με μανία. Βλέπεις πάντα θεωρούσε ότι τα βιβλία είναι η καλύτερη συντροφιά, τα καλύτερα ταξίδια. Δίπλα της ο καφές της, το αντηλιακό της ενώ σίγουρα θα τη ξεχώριζες από μακριά από το τεράστιο ροζ καπέλο που φορούσε. Ένα καπέλο ίδιον του χαρακτήρα της γιατί η Αλίκη δεν ήταν συνηθισμένη κοπέλα. Λάτρευε τις αντιθέσεις, τα έντονα χρώματα ενώ κάθε της εμφάνιση συνοδευόταν από κάτι που είχε αγοράσει σε ένα ταξίδι της. Να, το καπέλο για παράδειγμα το είχε αγοράσει από την Ιταλία. Είχε μανία με τα καπέλα ενώ το ολόσωμο μαύρο μαγιό της τόνιζε με ωραίο τρόπο τις πλούσιες καμπύλες καθώς τα κάστανα μαλλιά της σκέπαζαν περίτεχνα τους ώμους της.. ήξερε ότι τραβούσε τα βλέμματα όμως εκείνη είχε κουραστεί. Ήθελε να μείνει μόνη της, να ηρεμήσει.
Άνοιξε το βιβλίο της. Η θάλασσα έπαιζε με την αμμουδιά ενώ πιο κει κάτι πιτσιρίκια φώναζαν καθώς πλατσούριζαν στα νερά. Πιο κει ένα ζευγάρι απολάμβανε τον έρωτά του, μία παρέα συζήταγε δυνατά ενώ αρκετοί επιδίδονταν με θέρμη στο βόλεϊ και τις ρακέτες.
Είχε απορροφηθεί στο βιβλίο της όταν το διάβασμα της διέκοψε ένα μπαλάκι που έπεσε πάνω στο πόδι της. Κατέβασε το βιβλίο, πήρε το μπαλάκι έτοιμη να αρχίζει να φωνάζει. Και τότε τον είδε. Είδε τον Αλέξανδρο να πλησιάζει προς το μέρος της και να απλώνει το χέρι του. Ήταν ψηλός, μελαχρινός με πράσινα μάτια και υπέροχο χαμόγελο.
«Σου ζητάμε συγνώμη. Βλέπεις ο φίλος μου τώρα μαθαίνει να παίζει ρακέτες. Είσαι καλά»; Της αποκρίθηκε ενώ εκείνη είδε το κοκκίνισμα στα μάγουλα του. Δεν ήξερε αν ήταν ο ήλιος ή η ντροπή όμως ο Αλέξανδρος δεν της φαινόταν σαν όλους τους άλλους που την κοιτούσαν αδηφάγα. Ήταν σεμνός, ντροπαλός, ήρεμος.
Έμεινε να τον κοιτάει. Δεν άκουγε τίποτα. Κάτι στο βλέμμα του, λίγο το κοκκίνισμα από τη ντροπή του την έκαναν να τον ξεχωρίσει. Πρόλαβε μόνο να πει «Είμαι καλά, ναι» πριν ο Αλέξανδρος πάρει το μπαλάκι και φύγει.
Άνοιξε το βιβλίο της προκειμένου να αποσπάσει το μυαλό της από όλο αυτό που έζησε. Δεν τα κατάφερε. Κρυφά κοιτούσε εκείνον με τις καλοσχηματισμένες πλάτες του και τη χαβανέζικη βερμούδα του να παίζει ρακέτες. Και τότε τον είδε ξανά. Ερχόταν προς το μέρος της χωρίς να κρατάει μπαλάκι αυτή τη φορά.
Κάθισε δίπλα της. Ο Αλέξανδρος ήταν 28 χρόνων από Θεσσαλονίκη, μαθηματικός και τα τελευταία χρόνια επισκεπτόταν τον συμφοιτητή του και μετά κολλητό του Γιάννη στη Χαλκίδα. Δεν έπινε συχνά, σπανίως έβγαινε, άκουγε ροκ μουσική και έπαιζε κιθάρα. Αυτά έμαθε η Αλίκη. Αρκετά για να την κάνουν να μη μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο εκείνη την ημέρα. Και τις επόμενες.
Δύο μέρες μετά το τηλέφωνο της χτύπησε. Ήταν ο Αλέξανδρος που την καλούσε για νυχτερινό μπάνιο. Δέχτηκε μετά χαράς. Στο μυαλό της ήρθε ο τρόπος που της ζήτησε το τηλέφωνο. Ακόμα θυμόταν τον τρόπο που ζήτησε το τηλέφωνο της και πόσο διακριτικός ήταν στο φλερτ του.
«Λέμε με το φίλο μου αύριο να πάμε για ορειβασία. Θα ήθελες να έρθεις αν το κανονίσουμε»;
«Ναι φυσικά» απάντησε εκείνη.
Πήρε το κινητό του και έγραψε τον αριθμό της. Δεν είχε Facebook. Δεν ήθελε. Προτιμούσε τις προσωπικές επαφές. Το ίδιο και εκείνος.
Λίγες ώρες αργότερα μετά το τηλεφώνημα η Αλίκη βρέθηκε σε μία παραλία με μπίρες, παρέα με τον Γιάννη την κοπέλα του τη Μαρία και τον Αλέξανδρο, ο οποίος έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε: «Aπόψε λέω να μη κοιμηθούμε να πάμε κατευθείαν για δουλειά, απόψε στ’ακρογιάλι θα τη βρούμε θα πιούμε όλες τις μπίρες αγκαλιά».
Το φεγγάρι έλουζε το νυχτερινό ουρανό κλέβοντας κάτι από τη λάμψη των αστεριών ενώ η θάλασσα ήρεμη απολάμβανε τα φώτα της πόλης που καθρεφτίζονταν στα νερά της. Η φωτιά είχε αρχίσει να σβήνει ενώ ο Γιάννης με τη Μαρία είχαν αποχωρήσει από νωρίς. Ο Αλέξανδρος πλησίασε την Αλίκη που έπαιζε με τις στάχτες.
«Δε θα πέσεις; Η θάλασσα είναι τέλεια το βράδυ».
«Όχι, νιώθω μία ψυχρά, έσβησε και η φωτιά» αποκρίθηκε εκείνη.
Ο Αλέξανδρος της χάιδεψε τα μαλλιά και ύστερα το πρόσωπο. «Είσαι πολύ όμορφη. Σαν πορτραίτο του πιο μεγάλου ζωγράφου. Τα μάτια σου, τα χείλη σου, όλα πάνω σου είναι υπέροχα» της είπε και πριν η Αλίκη προλάβει να αρθρώσει λέξη ένιωσε τα χείλη της να ακουμπάνε τα χείλη του Αλέξανδρου. Φιλήθηκαν για ώρα, με ένα φιλί από αυτά που δε θες να τελειώσουν. Σε αυτά τα φιλιά που χάνεσαι, που ο χρόνος σταματάει, που ή γλυκά τους σε κάνει να μη θες να ξεκολλήσεις. Έμειναν αγκαλιασμένοι. Η φωτιά είχε σβήσει και ήταν μόνο εκείνοι. Εκείνοι, η θάλασσα και η νύχτα. Το ξημέρωμα τους βρήκε να κοιμούνται αγκαλιά..
Από εκείνο το βράδυ και κάθε μέρα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού η Αλίκη ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο. Ζούσαν την κάθε στιγμή τους. Κάθε μέρα τους ήταν και μία μικρή γιορτή. Αιώνιοι εραστές σε ένα προδιαγεγραμμένο ταξίδι. Σε εκείνο το ταξίδι που δε σε νοιάζει ο προορισμός αλλά η διαδρομή.
Και το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Αποφάσισαν να το παλέψουν και να είναι μαζί έστω και από απόσταση. Όμως η διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους δεν τους το επέτρεψε. Βλέπεις ο Αλέξανδρος ήθελε να προχωρήσουν πιο σοβαρά ενώ η Αλίκη ήθελε να κάνει ακόμα πράγματα. Είχε να γνωρίσει τον κόσμο, να τον γευτεί μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Άσε οι φιλίες. Ο Αλέξανδρος ποτέ δεν κατάλαβε και δεν αποδέχτηκε ότι η Αλίκη έχει φίλους. Τόσους πολλούς φίλους.
Χώρισαν λίγους μήνες μετά. Κανείς ποτέ δεν επεδίωξε να έρθει σε επαφή με τον άλλον. Ήθελαν να μείνουν με τις καλές αναμνήσεις. Ήθελαν να θυμούνται τις ωραίες τους στιγμές, τα καλοκαιρινά ραντεβού τους, τα όνειρα τους, όλα αυτά που τους χαρακτήριζαν, αυτά που ήταν μοναδικά. Κρυμμένα καλά σε εκείνες τις αγκαλιές, σε εκείνα τα φιλιά.
Ίσως αν περάσεις από εκείνα τα μέρη που έζησαν και οι δύο να τους ακούσεις. Ν’ ακούσεις τα γέλια τους, τις φωνές τους. Ίσως να δεις και τα ονόματά τους μέσα σε μία καρδιά να σχηματίζονται στην άμμο πριν τα σβήσει η θάλασσα. Ίσως να δεις και τα αρχικά τους χαραγμένα πάνω στα δέντρα. Ίσως και να δεις τους ίδιους ξαπλωμένους στην αμμουδιά να κοιτάνε τον ουρανό και να μετράνε αστέρια ή να παίζουν με τα σύννεφα.
Λένε ότι οι μεγάλοι έρωτες δεν τελειώνουν. Απλά ξεκουράζονται μέχρι να ξαναβρεθούν. Και μπορεί να είναι έτσι. Μπορεί η Αλίκη κάποτε να δει τον Αλέξανδρο. Και να κοιταχτούν όπως τότε. Με την ίδια λαχτάρα, τον ίδιο πόθο και να συνεχίσουν μαζί το ταξίδι της ζωής. Ένα ταξίδι στο άγνωστο. Από αυτά που συνηθίζουν οι εραστές. Ναι, ίσως…
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Κορίνας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!