Κάθε χρόνο έλεγε πως δεν θα επιτρέψει στον εαυτό της να βυθιστεί στην μελαγχολία που σέρνει μαζί του το τέλος του καλοκαιριού. Και κάθε καλοκαίρι έπεφτε στην ίδια παγίδα.

Με το που έμενε μόνη, καθόταν στην μικρή της βεραντούλα, άναβε τσιγάρο και έβγαζε από το σακίδιο το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Φρόντιζε πάντα να τις έχει εκτυπώσει πριν επιστρέψει σπίτι.

Σηκώθηκε να πάρει μια παγωμένη μπύρα από το ψυγείο και βάλθηκε να ταξινομήσει τις φωτογραφίες και να τις τοποθετήσει στο άλμπουμ. Η μελαγχολία ήρθε γλυκιά, σαν τάρτα με φράουλες.

Το νησί. Το ηλιοβασίλεμα. Εκείνη με τα μαλλιά της να ‘χουν γίνει τζίβα από τον αέρα στο καράβι.

Έπειτα ο παππούς στο καφενείο που έκατσε να απολαύσει την γκαζόζα του και να ξαποστάσει. Θυμάται στο καφενείο υπήρχε ένα juke box. Ένας Θεός ξέρει πως είχε βρεθεί εκεί. Έβαλε κέρμα και λειτουργούσε.

«Στο ‘πα και στο ξαναλέω», ακούστηκε η γλυκιά μελωδία. Ήταν το αγαπημένο της μητέρας της.

Εκείνος το τραγούδησε με μια φωνή καθαρή και γάργαρη μαζί με το juke box. Ακολούθησε κι εκείνη. Την επόμενη ώρα, έπιναν μαζί τσίπουρα και τραγουδούσαν. Έγιναν καλοί φίλοι. Έβγαλαν και μια αναμνηστική φωτογραφία. Αυτή την ίδια φωτογραφία, που τώρα έσφιγγε με τα ακροδάχτυλά της.

Ένα χαμόγελο φύτρωσε στα χείλη της. Χαμόγελο μελαγχολικό, νοσταλγικό.

Αφοσιώθηκε και πάλι στην ταξινόμηση των φωτογραφιών της.

Ο γάιδαρος ο Κίτσος, του κυρ- Μανώλη, η γάτα η Ριρίκα με τα μικρά της, η ταβέρνα με το τέλειο ξιδάτο χταποδάκι, το αχινός που παραλίγο να πατήσει, η κυρά Κατίνα με το ψιλικατζίδικο στην γωνία.

Και έπειτα, ο Έρωτας. Το ήξερε το όνομά του, αλλά το είχε λησμονήσει, κάπου εκεί στα σοκάκια που αλώνιζαν ολημερίς και ολονυκτίς παρέα. Είχε πέσει πάνω του καθώς έστριβε σε ένα στενό, αφοσιωμένη στο να χαζεύει μια βουκαμβίλια με μοναδικά έντονο χρώμα.

Ήταν ένας μελαχρινός άνδρας, όχι ιδιαίτερα γυμνασμένος. Είχε όμως γραμμένα χαρακτηριστικά, όπως έλεγε και η γιαγιά της. Βλέμμα βαθύ, σε μια μοναδική γκριζογάλανη απόχρωση, χαμόγελο αψεγάδιαστο και ειλικρινές, λακκάκια στα μάγουλα, ντροπαλές φακίδες. Ζήτησε συγγνώμη και έφυγε βιαστικά μέσα στην ντροπή. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει να απομακρύνεται. 

Τον σκεφτόταν. Και όπου περπατούσε στο νησί, σαν οι τρεις Μοίρες να το ‘θελαν, τον έβλεπε κάπου εκεί κοντά. Η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος  έκαναν τα μαγικά τους και όταν εκείνη παραπάτησε και έπεσε, έσπευσε ο Έρωτας και την σήκωσε στην αγκαλιά του. Της περιποιήθηκε το πόδι και προσφέρθηκε να την πάει μια βόλτα με την βέσπα. Εκείνη δέχτηκε με δισταγμό.

Η ταράτσα του σπιτιού του, κοίταζε θάλασσα και έκρυβε όσον ερωτισμό δεν έκρυβαν όλες οι κρυφές γωνιές του νησιού μαζί. Εκεί, ανάμεσα στο κρασί και τον καπνό του τσιγάρου, αφέθηκε στα χέρια του. Και ήταν το άγγιγμα του τόσο απαλό, που σκίρτησε ολόκληρη. Υπήρχε αναμφισβήτητα χημεία.

Κάθε δισταγμό τον είχε παρασύρει το αεράκι μακριά.

Το πρωί εξαφανίστηκε από το πλάι του, αλλά αυτός την ξαναβρήκε. Και έτσι γινόταν κάθε πρωινό.

Εκείνη έφευγε, αυτός την αναζητούσε και εν τέλει την έβρισκε.

Γύρισαν όλες τις παραλίες του νησιού παρέα, περπάτησαν κάθε σοκάκι. Σε μια ανηφόρα, τους πρόδωσε η βέσπα και εκείνη είχε καθίσει στη σέλα, ενώ ο Έρωτας έσπρωχνε. Πόσο είχε λαχανιάσει. Κι εκείνη είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια.

Κατέληξαν να τρώνε πιτόγυρα και έπειτα για επιδόρπιο κρέπα σοκολάτα. Είχαν πραλίνα μέχρι και οι βλεφαρίδες τους.

Εκείνη ήξερε ήδη πως θα νιώσει το γυμνό του χάδι. Εκείνος ήξερε πως θα ξυπνήσει πάλι μόνος. Και τι δεν θα ‘δινε για να ξυπνήσει ένα πρωινό μαζί της. Όμως εκείνη το είχε σαν αρχή.

Δεν έπαιρνε ποτέ μαζί της τους έρωτες του καλοκαιριού. Στην βαλίτσα της έβαζε μόνο τις αναμνήσεις τους και την ένταση που ένιωσε το κορμί. Ήταν καταδικασμένοι αυτοί οι έρωτες να είναι μόνο ένα ταξίδι.

Μια στάση και όχι τελικός σταθμός. 

Πώς θα έφευγε του χρόνου να εξερευνήσει τον νέο της προορισμό και να γνωρίσει τον καινούριο της έρωτα;

Πώς θα ένιωθε πάλι αυτή την γλυκιά μελαγχολία για το τέλος του καλοκαιριού;  

Ήταν αρκετά ανεξάρτητη για να χάσει την περιπέτεια. Και αρκετά νέα. Και έτσι ήθελε να μείνει.

Κόλλησε και την τελευταία φωτογραφία, ξεφύλλισε μια φορά το ολοκληρωμένο πια άλμπουμ και το έκλεισε αποφασιστικά. Το ακούμπησε με σίγουρες κινήσεις στο ράφι, μαζί με τα υπόλοιπα.

Τίτλος: Ο έρωτας της Νάξου, καλοκαίρι 2014.

Συντάκτης: Μαριάννα Κουρούπη