Aπόψε θα σας πω μια ιστορία. Σβήστε τα φώτα, κλείστε τα μάτια κι ακούστε. Ή μάλλον, ανοίξτε τα μάτια και διαβάστε, γιατί δεν τελειοποίησα την παρουσία-μου-σε-πολλά-μέρη-ταυτόχρονα ακόμα.
Ο Ρένος και η Μαίρη γνωρίστηκαν όταν ήταν έφηβοι. Εκείνη, ανιψιά του θείου του, από την πλευρά της οικογένειας, που δε μοιραζόταν κοινά γονίδια. Ξαδέρφια δεν ήταν, αλλά ξαδέρφια τους έλεγαν. Πέρασαν μερικές Πρωτοχρονιές μαζί, σούβλισαν και κανένα δυο αρνιά, γιατί «μια οικογένεια ήτανε», ανταλλάξανε και μερικές ευγενικές ευχές σε γιορτές και γενέθλια.
Μέχρι τα περσινά Χριστούγεννα, που βρέθηκαν να τρέχουν μαζί ψάχνοντας για γαλοπούλα την παραμονή, γιατί σύσσωμη η οικογένεια δεν εμπιστευόταν μόνο του κανέναν απ’τους δύο. Δεν είχαν ιδέα πόσα κοινά είχαν.
Η ιστορία μου προβλέψιμη. Αγγίχτηκαν τυχαία πάνω στο πτώμα του πουλερικού, γλίστρησαν στα αίματα των σφαγιασμένων της «μπουτίκ κρεάτων» και πιάστηκαν αλαφιασμένοι, δε θέλει και πολύ να γίνει το κακό, βρέθηκαν να φιλιούνται σε απομονωμένο τραπέζι ειδυλλιακού bistro, με τη βροχή να προσπαθεί να μπει απ’το παράθυρο.
Ακολούθησαν αγγίγματα κάτω απ’το οικογενειακό τραπέζι, σπάσιμο πιάτων κατά το πλύσιμο και μεταμεσονύκτια τηλέφωνα κάτω απ’τα σκεπάσματα, μην τυχόν κι οι τοίχοι ψιθυρίσουν στα κρυφά το ένοχο μυστικό τους.
Kι έτσι άρχισε ένας γύρος κρυφών συναντήσεων. Οι στιγμές τους, βιαστικά κομμένα καρέ με σκηνοθέτη απών. Δεν είχαν ηλιοβασιλέματα και ρομαντικούς περιπάτους.
Είχαν λυμένους κότσους, μπλεγμένα μαλλιά και στραβοκουμπωμένα πουκάμισα. Καθίσματα αυτοκινήτου και ξενοδοχεία στην Εθνική οδό, αντί για ιδρωμένα σεντόνια και λιωμένα κεριά.
Και φόβο. Φόβο μην τους ανακαλύψουν. Δεν ήταν πρακτικά συγγενείς, αλλά έτσι μεγάλωσαν. Ξαδέρφια, τους φώναζαν και είχαν υποπέσει σε αμάρτημα βεληνεκούς μεγαλύτερου του προπατορικού.
Γιατί έτσι συμβαίνει όταν βγαίνεις απ’το άσπρο περίγραμμα που σου σχεδίασαν και ζεις. Λογοδοτείς και φοβάσαι. Κι εκείνοι φοβόταν.
Κι όσο πιο πολύ φοβόταν, τόσο πιο πολύ ρίσκαραν. Όπως κάθε παράνομος που σέβεται τον εαυτό του, άρχισαν κι αυτοί να προκαλούν την τύχη τους. Κλειδωμένοι σε δωμάτια, όταν οι γονείς έλειπαν, με κατεβασμένα ρολά και χαμηλωμένες φωνές, αντάλλασαν σάλια και σωματικά υγρά. Εσώρουχα ξεχασμένα που κλωτσούσαν βιαστικά κάτω απ’το κρεβάτι μην τα πιάσει μάτι αδιάκριτο.
Κι έτσι πέρασαν μήνες.
Αν ρωτάτε εμένα, θα σας πω ότι αυτό που έζησαν -και μπορεί να ζούνε ακόμα- δεν ήταν έρωτας. Ήταν η γοητεία του απαγορευμένου. Μοναχοπαίδια και οι δύο, δεν ήξεραν το «όχι» και το «μη».
Νέοι, σαν εμένα και πολλούς από σας, βάλανε την τρέλα καπέλο και πέταξαν τα μυαλά στα κάγκελα, τους φράχτες και τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα.
Και γουστάρανε να το σκάνε, όταν έκλειναν οι πόρτες των γονιών και το σπίτι ησύχαζε. Γουστάρανε να περπατάνε ξυπόλυτοι στο δρόμο, για να μην ακουστούν τα βήματα έξω απ’την πόρτα.
Δεν έπεσαν στην παγίδα της συνήθειας, δε βγήκαν ποτέ «ραντεβού», δε γνώρισαν φίλους και συγγενολόι, αν και αυτά τα ήξεραν ήδη.
Βρέθηκαν να σκίζουν ρούχα στο πεζοδρόμιο και να αγκαλιάζονται σε παιδικές κούνιες. Να ζούνε με πάθος αυτό που βάφτισαν «έρωτα».
Μα έρωτας, δεν είναι αυτό που φοβάσαι να ομολογήσεις, είναι αυτό που δεν μπορείς να κρύψεις. Δεν είναι αυτό που κοιτάς πίσω από μαύρα γυαλιά, είναι αυτό που αντικρίζεις κατάματα με τον ήλιο κόντρα.
Δεν ήταν έρωτας. Καύλα ήταν.