Τα παντζούρια είχαν παραμείνει κλειστά για μια εβδομάδα, τρεις ώρες και σαράντα οκτώ δευτερόλεπτα.
Η ησυχία ήταν σχεδόν αποπνικτική, με μοναδικό ήχο τις σταγόνες από τη βρύση του μπάνιου που ακόμα δεν είχα φτιάξει. Ήταν οι πρώτες ζέστες της άνοιξης, μα εγώ επέμενα να σκεπάζομαι με πάπλωμα. Δεν ήθελα να με αγγίξει ο ήλιος, δεν ταίριαζε εξάλλου τόσο φως στην δική μου πραγματικότητα.
Κοιμόμουν χαράματα αγκαλιά με το λαπτοπ και ξυπνούσα μεσημέρι. Πάντα κουρασμένη, λες και δεν είχα κοιμηθεί δευτερόλεπτο.
Δεν έκλαιγα, δεν το συζητούσα, δεν πονούσα. Αυτό ήταν.
Δεν πονούσα κι αυτό με έπνιγε. Ήθελα να ζήσω το δικό μου προσωπικό δράμα, να χτυπηθώ, να ξεσπάσω, να κάνω όλα αυτά τα γελοία υπερβολικά πράγματα που κάνουν στις ταινίες και τα σίριαλ.
Μα εγώ είχα μόνο ένα αποστειρωμένο σπίτι, μια χαλασμένη βρύση κι άλλη μια χαλασμένη καρδιά που δεν έλεγε να λειτουργήσει. Ήταν λες και όλα είχαν παγώσει σε μια αναμονή.
Εψαχνα κάτι να με λυτρώσει. Και ήρθε. Τόσο απλά, σχεδόν μηχανικά, σχεδόν δεν το σκέφτηκα, σχεδόν δε με ένοιαζε, σχεδόν δεν πόνεσε.
Μια χαρακιά στο δεξί μου χέρι μου είχε προσφέρει αυτό που μου έλειπε. Έχωνα το ξυράφι, με δύναμη, με επιμονή. Δε με ένοιαζε που ήταν πόνος, μου αρκούσε που ήταν κάτι. Μου έφτανε που δεν ήταν το τίποτα.
Η μια έγινε δυο και οι δυο συνήθεια καθημερινή. Ένας επίδεσμος φορέθηκε περίτεχνα στον καρπό μου και τα ψέματα πήραν σάρκα και οστά.
Φόρεσα ένα χαμόγελο κι άνοιξα παντζούρια και προοπτικές. Ξενύχτια και πηδήματα χωρίς ουσία, άνθρωποι που δε μου μίλησαν ποτέ κι άλλοι που σαν σκιά περπατούσαν δίπλα μου, μήπως και γυρίσω το κεφάλι και δω πως με στηρίζουν. Μα δεν έβλεπα, δεν μπορούσα να δω, ήταν αδύνατο. Μπορούσα μόνο να εστιάσω στον πόνο, ήταν το μόνο πράγμα που στέκονταν θεόρατα αληθινό μπροστά μου κι εγώ ήμουν ανήμπορη να το αγνοήσω.
Γιατί να αγνοήσεις κάτι που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός; ΄Άλλωστε εγώ δεν ήμουν χαζή σαν τη μάνα μου, δε θα το άφηνα να μου κάνει κακό, ήταν το διεγερτικό μου και θα κρατούσα τα προστατευτικά όρια ανέπαφα.
Ήταν πια μέσα καλοκαιριού κι αυτή η ιστορία δεν έλεγε να σταματήσει. Είχε γίνει μια ρουτίνα κι ο πόνος είχε αντικατασταθεί από μια φιλήδονη ευχαρίστηση κάθε φορά που το ξυράφι έμπαινε λίγα χιλιοστά πιο βαθιά. Το χέρι μου μόνιμα μουδιασμένο, αντιδρούσε με τον τρόπο του, προσπαθώντας να μου πει πως είχα πια χάσει τον έλεγχο.
Δεν θυμάμαι να σας πω πως και γιατί, ούτε ξέρω ακριβώς τη σειρά των γεγονότων. Είναι η μνήμη που όταν πονάει, σβήνει τις έντονες γραμμές κι αφήνει αχνές σκιές στο παρελθόν της.
Θυμάμαι μια μέρα με ήλιο και μια θάλασσα γαλάζια. Ο επίδεσμος μου αφημένος πάνω στην πετσέτα και τα χέρια μου ελεύθερα μέσα στο νερό. Ήταν μια στιγμή απόλυτης καθαρής διαύγειας.
Αυτό θυμάμαι να σας πω. Θυμάμαι το αλάτι να καίει τον καρπό μου, λες και έγλυφε το νερό τα σημάδια να τα ξορκίσει από το κακό.
Θυμάμαι το κρύο και το πιο ζεστό, θυμάμαι να νιώθω και να χαμογελάω.
Τώρα πια στη θέση τους, βρίσκονται δυο μάσκες από μελάνι, να μου θυμίζουν πως η ζωή είναι, ήταν και θα είναι κωμωδία και τραγωδία μαζί κι εσύ θα κλαις και θα λυπάσαι, μα θα γελάς και θα λυτρώνεσαι εξίσου.
Άλλωστε τα δάκρυα δεν είναι μόνο λύπης. Να μην το ξεχνάς ποτέ αυτό.
Εγώ το έμαθα εκείνο το απόγευμα.