Οι δείκτες έδειχναν έξι και μισή τη στιγμή που η Μάγδα άφησε τις βλεφαρίδες της να ακουμπήσουν το ρολόι που κρεμόταν από το ταβάνι. Είχε μόλις ρουφήξει και την τελευταία γουλιά από το μαύρο τσάι της, την πίκρα του οποίου είχε απαλύνει με λίγο μέλι. Ο Πέτρος την πλησίασε δειλά στο περβάζι του παραθύρου όπου καθόταν με μια μεγάλη γκρι κουβέρτα να την καλύπτει και τη ρώτησε αν νιώθει καλύτερα από το πρωί. Η Μάγδα έγνεψε καταφατικά κι έπειτα βυθίστηκε πάλι στη θέα που απλωνόταν μπροστά της από το παράθυρο. Ακολούθησε μια σιωπή με διάρκεια δέκα λεπτών, ώσπου ο Πέτρος ρώτησε:
«Αν μπορούσες να πάρεις ένα και μόνο άτομο μαζί σου σε ένα ερημικό νησί ποιο θα ήταν αυτό;»
«Πάλι η ίδια ερώτηση; Περιμένεις να ακούσεις κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά;»
«Πάντα περιμένω διαφορετική απάντηση. Κάθε φορά που σε ρωτάω περιμένω να απαντήσεις ότι θα έπαιρνες εμένα.»
«Σου έχω ξαναπεί, κάποια μέρα θα πάρω και σένα. Κάθε μέρα που περνάει θα έπαιρνα και διαφορετικό άτομο μαζί μου.»
«Μα δε γίνεται να έχουν όλοι την ίδια θέση μέσα σου, άλλους τους εκτιμάς κι αγαπάς περισσότερο από άλλους. Εγώ, αν με ρώταγες, σίγουρα θα έπαιρνα εσένα!»
«Γι’ αυτό δε σε ρωτάω. Γιατί δε θέλω κάθε μέρα να συνηθίσεις να λες εμένα μέχρι τη στιγμή που θα μου πεις όχι.»
«Και γιατί να έρθει η μέρα που θα σου πω ότι δε θα σε έπαιρνα μαζί μου;»
«Γιατί σίγουρα θα έρθει αυτή η μέρα.»
«Εξήγησέ μου γιατί δε θα με έπαιρνες κάθε μέρα μαζί σου.»
Η Μάγδα έφτιαξε άλλο ένα ζεστό τσάι και ξανακάθισε δίπλα του στο παράθυρο.
Όσο κι να θέλουμε να πιστέψουμε ότι υπάρχει κάπου ένα άλλο μισό, ότι αλληλοσυμπληρωνόμαστε με κάποιο μαγικό τρόπο, ότι ο ένας είναι το μοναδικό κομμάτι του παζλ που μας ταιριάζει απόλυτα, ότι το άτομο με το οποίο μοιραζόμαστε το κρεβάτι μας είναι η αδερφή ψυχή μας, αποτυγχάνουμε παταγωδώς στο να δούμε τη μοναδική αλήθεια που είναι πως το άλλο μας μισό είμαστε εμείς γιατί είμαστε ένα ολόκληρο, δε συμπληρώνουμε κανέναν και αν το κάνουμε, είναι ο λάθος τρόπος να στηρίξουμε.
Κάθε παζλ έχει διαφορετικό αριθμό κομματιών και μπορεί το κομμάτι που μας ταιριάζει στο παζλ των 1000 κομματιών να μην είναι το ίδιο με το ίδιο με αυτό που μας ταιριάζει στο παζλ των 100 κομματιών. Μπορεί το άτομο που μοιραζόμαστε το κρεβάτι μας να πέσει κάποτε κάτω. Επομένως, δεν υπάρχει ένα άτομο που θα έπρεπε κάθε μέρα να παίρνουμε μαζί μας σε ένα ερημικό νησί. Γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πότε κάποιος θα φύγει από τη ζωή μας και πότε θα πάψουμε να απαντάμε με το όνομά του στην ερώτησή αυτή. Αν είμαστε αρκετά τυχεροί, θα είμαστε περιβεβλημένοι από άτομα που μπορούμε να αποκαλούμε δικά μας. Και κάθε μέρα θα παίρνουμε κάποιον από αυτούς. Ποτέ όλους μαζί, ποτέ κανέναν. Κάθε μέρα από έναν. Και το ποιος θα μας συντροφεύσει κάθε μέρα στο ταξίδι μας προς το ερημικό νησί, θα το επιλέξει ο άλλος.
Όταν η μαμά ή ο μπαμπάς σου αρρωστήσουν μια Δευτέρα, θα πάρεις τη μαμά ή το μπαμπά σου στο νησί. Όταν τσακωθείς με την αδερφή σου μια Τρίτη, θα πάρεις την αδερφή μου μαζί. Όταν χρειαστεί βοήθεια ο αδερφός σου μια Τετάρτη, θα πάρεις εκείνον. Όταν χωρίσει ένας φίλος μια Πέμπτη, θα πάρεις εκείνον για συμπαράσταση. Όταν ένας καλός συνάδελφος αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα μια Παρασκευή, θα πάρεις εκείνον μαζί. Όταν η θεία σου θα κλαίει ένα Σάββατο, θα πάρεις εκείνη για να σταματήσει. Κι αν έχουν περάσει όλες οι μέρες, έρθει η Κυριακή και μας βρει ήσυχα κι ήρεμα, θα πάρεις εκείνο το πρόσωπο. Και εάν σε πολλά χρόνια του κρατάς ακόμα συντροφιά όταν κάθεται άρρωστος δίπλα στο παράθυρο, σαν τη Μάγδα, η μια μέρα θα γίνουν περισσότερες. Όμως ο κανόνας είναι πως κάθε μέρα θα είσαι εκεί για τους κοντινούς σου ανθρώπους κι όσους σε έχουν ανάγκη. Θα παίρνεις μαζί σου όσους μπορείς να βοηθήσεις, ελπίζοντας μόνο πως κάποια μέρα θα σε πάρουν κι εκείνοι αν θέλουν. Χωρίς να το περιμένεις όμως.
Η Μάγδα ήπιε την τελευταία γουλιά. Μετά από 30 χρόνια, καθισμένοι στην άμμο ένα καλοκαίρι στο νησί τους, ο Πέτρος είπε «Σ’ ευχαριστώ που χώρεσες τρεις Κυριακές μέσα σε μία βδομάδα».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου