Το κρεβάτι στρωμένο και άθικτο εδώ και μέρες, ίσως να ξαπλώσεις πιο αργά μα με τι καρδιά; Με τι διάθεση; Ξέροντας πως κι απόψε η σιλουέτα του δεύτερου κορμιού δε θα δώσει το σχήμα της στο σεντόνι και η μεριά του στο κρεβάτι θα είναι κενή, κενή από την παρουσία του και τη μυρωδιά του. Το πρωί το μαξιλάρι θα μυρίζει ακόμα μαλακτικό. Κι απόψε η απουσία θα σου στερήσει τον ύπνο.
Κοιμόσουν τόσο εύκολα κάποτε, κάθε χάδι στα μαλλιά σου έπαιρνε όλους τους φόβους και τα άγχη σου μακριά και κάθε φιλί στο γυμνό σου ώμο σε έκανε να ξεχνάς κάθε άλυτό σου πρόβλημα. Πόσο γρήγορα σε έπαιρνε ο ύπνος έτσι και πόσο γρήγορα τελείωνε η νύχτα με τα φώτα σβηστά.
Πια τα φώτα είναι όλα αναμμένα, θαρρείς φοβάσαι ως και τον ίσκιο από τα έπιπλα. Είναι βλέπεις κι αυτή η ησυχία που συνέχεια σου υπενθυμίζει το πόσο σου λείπει ο ήχος της ανάσας που ζέσταινε το σώμα και την καρδιά σου.
Τώρα χειμωνιάζει. Πώς θα ζεσταθείς; Η απουσία μόνο ψύχρα φέρνει που σε παγώνει ολόκληρο και καμία κουβέρτα, κανένα ρούχο δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του.
Τι τα θες; Οι ώρες περνάνε και τα μάτια δεν κλείνουν, πάλι άυπνος θα πας για δουλειά. Κι αύριο το πρωί θα τον ψάχνεις ανάμεσα στους άγνωστους και βιαστικούς περαστικούς στο δρόμο κι αύριο θα ψάχνεις στα αυτοκίνητα που τα πιάνει το κόκκινο φανάρι κι αύριο θα ψάχνεις μέσα στο πλήθος στο μετρό, ελπίζοντας έτσι πως θα ιδωθείτε τυχαία για λίγο και θα κλέψεις ένα τελευταίο κενό βλέμμα.
Αγαπήθηκες και με το παραπάνω, όπως άλλωστε και μισήθηκες. Εσύ θα συνεχίσεις. Πάντα συνεχίζεις. Ίσως να υποφέρεις λίγο τώρα μα δε σε πειράζει, σου αρέσει να ζεις το κάθε συναίσθημα ακριβώς όπως είναι, δεν προσποιείσαι ούτε καταπιέζεσαι. Τρέφεις την ελπίδα σου με χαμόγελο και αισιοδοξία, αργείς, όμως προχωράς. Δε φοβάσαι τη μοναξιά, η μοναξιά είναι καλή σου φίλη γιατί είναι πιο τίμια και καλύτερη από κρύες αγκαλιές.
Πού ξέρεις, ίσως την επόμενη φορά να είναι καλύτερα. Τι και αν ψάχνει τον δρόμο να επιστρέψει δε θα τον βρει. Έδωσες πιο πολλά από αυτά που αντέχατε. Φταις κι εσύ. Αθώωνες τον ένοχο, παίρνοντας τη θέση του. Μίκρυνε η γη και ο κόσμος σου όλος. Όλες αυτές οι σιωπές μαζεύτηκαν και γίνανε θόρυβος, οξύμωρο. Πώς γίνεται μια σιωπή να κάνει τόσο θόρυβο;
Μέσα στα σκοτάδια σου θα βρεις ξανά το φως και θα το πιάσεις, θα αφήσεις πίσω σου τα τόσα ανείπωτα λόγια που κρατάς και θα συνεχίσεις γιατί κανέναν πια δεν αφορούν και πρέπει να το καταλάβεις. Δε θα χάσεις κι άλλο χρόνο για κάτι που χάλασε. Χάλασε, έγινε, πάμε παρακάτω.
Θα θυμάσαι πάντα αυτό το λάθος που έκανες μα δε θα ξανακάνεις και θα εύχεσαι εκεί στο άγνωστο και ξένο σύμπαν που θα βρεθεί το παρελθόν σου, να είναι ευτυχισμένο και να βρει την αλήθεια και την ομορφιά του, αυτήν την ομορφιά πίσω από το περιτύλιγμα. Ήξερες καλά να ζεις και πριν συναντηθείτε, θα μάθεις να ζεις και μετά. Πιο δυνατός, γιατί δεν τέλειωσε ο κόσμος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου