Λόγω της ημέρας, κάτι διαφορετικό.
«Κάπου εκεί σ’άυτό το δεύτερο του χρόνου,
ένας αιώνας και εννιά δευτερόλεπτα.
Κάπου εκεί πρέπει να συνέβη.
Κάπως έτσι, δεν εξηγείται αλλιώς .
Οι εραστές χαθήκανε.
Χαθήκαμε και εμείς.
Γίναμε μια ιδέα ο ένας για τον άλλον.
Διασφαλίσαμε το ανεκπλήρωτο.
Και γυρίσαμε και το άλλο μάγουλο, να τη φάμε τη σφαλιάρα, να πονέσουμε διπλά.
Να μην έχουμε να λέμε «τσάμπα η θυσία».
Μεγαλόπνοα σχέδια και μια απόσταση ακόμη μεγαλύτερη από το χθες στο σήμερα
Και τι καταλάβαμε;
Γίναμε ένα εγώ και ένα εσύ.
Σκέτα. Νέτα.
Και ούτε συζήτηση για το εμείς.
Δεν είναι αστείο;
Από αυτά ξέρεις τα κακόγουστα που δε γελάς, τα άστοχα, τα πως τα λένε μωρέ;
Αφήνεις ένα σ αγαπώ και τρέχεις να κρυφτείς στο πλήγωμα.
Και σε κοιτάζω.
Σε θαυμάζω που μπορείς και προσπερνάς την αγάπη.
Πάντα σε θαύμαζα.
Ανθρώπων έργα, που μου προκαλούν μια σύγχυση.
Κοινώς άνω κάτω.
Παίζω με τις λέξεις, πρωί Παρασκευής.
Μπερδεύτηκα στο ξύπνημα, σάστισα και έφτιαξα καφέ για δύο…
Μα σαν γέμισα το πρώτο φλιτζάνι ήξερα ότι δε μένει κανείς άλλος εδώ.
«Δεν έχει καμιά σημασία ποιος φεύγει. Σημασία έχει να έρθεις και να μείνεις…» μονολόγησα.
Προσπάθησα να θυμηθώ πως πίνεις τον καφέ σου.
Σκέτο. Νέτο. Διπλό ελληνικό.»