Πολλές φορές ένας γάμος δε διαρκεί μια ζωή. Μπορεί τα σημάδια να έδειχναν απ’ την αρχή της σχέσης ότι δε θα προχωρήσει, αλλά εμείς να εθελοτυφλούσαμε λόγω των συναισθημάτων μας. Άλλες φορές η ζωή μάς οδηγεί σε διαφορετικούς δρόμους και φτάνει μια στιγμή που ο ένας συνεχίζει ευθεία κι ο άλλος τραβάει διαγώνια, με αποτέλεσμα να μη συναντιόμαστε σε κανένα σημείο. Ή περνάει η περίοδος του έρωτα, δεν καταφέρνει να μετατραπεί σε αγάπη και δεν υπάρχει πλέον τίποτε που να μας δένει και να μας κρατά μαζί ευτυχισμένους.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, είναι ψυχοφθόρο να ζούμε μέσα σε μια σχέση που μας προκαλεί δυστυχία ή ανία. Είναι πάντα καλύτερο –αν δεν μπορεί να βρεθεί μια εναλλακτική που θα δώσει νέα δυναμική στη σχέση– να αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με σθένος και να παίρνουμε τη μεγάλη απόφαση να λήξουμε το δεσμό.

Τι γίνεται, όμως, όταν δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτή την υπόθεση; Όταν υπάρχουν παιδιά, η κατάσταση περιπλέκεται και πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο θα τους γνωστοποιηθεί μια τέτοια απόφαση, αλλά και ν’ αντιμετωπίζουμε ψύχραιμα τις όποιες αντιδράσεις τους.

Έστω ότι το διαζύγιο είναι πολιτισμένο κι οι γονείς θέτουν ως προτεραιότητα την ηρεμία των παιδιών τους και τους συμπεριφέρονται με ωριμότητα κι αγάπη. Πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή, που θα ταράξει συθέμελα το μικρό τους κόσμο. Είναι αλλαγή στη ζωή και την καθημερινότητά τους και κάθε αλλαγή τρομάζει, καθώς πάει πακέτο με την ανασφάλεια.

Τα παιδιά φοβούνται πως ο γονιός που φεύγει απ’ το σπίτι, θα φύγει κι απ’ τη ζωή τους, πως δε θα τον ξαναδούν. Όσο κι αν τα βεβαιώνουν ότι τα αγαπούν, όσο συχνά κι αν βλέπουν το γονιό που έφυγε, τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει οι γονείς τους να ζουν χωριστά και γιατί δεν μπορούν πλέον να τρώνε όλοι μαζί τα μεσημέρια.

Οι γονείς είναι οι δυο άνθρωποι που τα παιδιά αγαπούν περισσότερο στον κόσμο, είναι τα πρότυπά τους κι οι ήρωές τους, αυτοί στους οποίους θ’ απευθυνθούν όταν έχουν κάποιον προβληματισμό ή όταν κάτι τα τρομάζει. Οι γονείς τους είναι το καταφύγιό τους, η ασφάλειά τους κι όταν χωρίζουν, εμφανίζεται μια ρωγμή στο καταφύγιο αυτό.

Τα παιδιά θα θέλουν πάντα να βλέπουν τους γονείς τους μαζί. Η οικογένειά τους είναι η ομάδα τους, το μέρος στο οποίο ανήκουν, είναι η δύναμή τους και θέλουν αυτή την ομάδα ενωμένη. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, η κρυφή τους ελπίδα θα είναι η επανασύνδεση της οικογένειας κι επενδύουν συναισθηματικά στην επανασύνδεση αυτή. Κάθε μέρα ονειρεύονται να γίνουν ξανά οικογένεια και κάθε βράδυ τα παίρνει ο ύπνος με τη σκέψη αυτή κολλημένη στο μυαλουδάκι τους.

Με το χωρισμό έρχονται τα πάνω-κάτω. Για πρώτη φορά αλλάζουν τα δεδομένα στη ζωή των παιδιών κι ο κόσμος όπως τον ξέρουν απ’ τη στιγμή που ήρθαν σ’ αυτόν. Διαταράσσονται οι ισορροπίες τους και προκειμένου να νιώσουν και πάλι σιγουριά, επιθυμούν να γίνουν τα πράγματα όπως πριν. Δε θέλουν να επιλέγουν με ποιον απ’ τους δύο γονείς θα περάσουν τις γιορτές ούτε να χαίρονται τις καλοκαιρινές τους διακοπές μόνο με τον ένα γονιό. Θέλουν να βγαίνουν σαν οικογένεια, να κάνουν κοινές διακοπές, να περνάνε τις γιορτές μαζί. Αυτό το «μαζί» επιδιώκουν, είτε εκφράζοντάς το λεκτικά είτε δείχνοντάς το έμμεσα με τη συμπεριφορά τους.

Δυστυχώς τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε γι’ αυτά η επιλογή των γονιών τους να μείνουν σ’ ένα δυστυχισμένο γάμο. Κάποια στιγμή μεγαλώνοντας, θα έρθει η στιγμή που θα το δεχτούν κι ίσως καταλάβουν πως τα πράγματα ήταν καλύτερα έτσι, ειδικά αν υπήρχαν καβγάδες στο σπίτι.

Θα έρθει η ώρα να δουν τα θετικά αυτής της απόφασης. Ως τότε η βαθύτερη επιθυμία όλων των παιδιών χωρισμένων γονιών θα είναι οι γονείς τους να τα ξαναβρούν και διακαής τους πόθος η επανένωση της οικογένειάς τους. Όταν θα σβήνουν το κεράκι στην τούρτα τους, η μόνη τους ευχή θα είναι να δουν και πάλι μαζί τη μαμά και τον μπαμπά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Βαή