Είχα αποφασίσει να ξεκινήσω αυτό το άρθρο εντελώς χιπστεράδικα, να κράξω λίγο τις ρακέτες στην παραλία, να πω και καμιά κακία για τα μπιτς μπαρς που βαράνε ανελέητα πρωί, μεσημέρι, βράδυ και πάλι πρωί, ξέρεις τώρα όπως κάνει κάθε wanna be χιπστεράς που σέβεται τον εαυτό του. Έστω λοιπόν, ότι υπάρχει ένας τέτοιος πρόλογος, ελαφρώς βαρετός κι εισαγωγικός στο κυρίως. Πάμε τώρα στο κυρίως.
Που λες, υπάρχει μια γωνιά άμμου και θάλασσας κάπου στη Χαλκιδική, όχι πολύ μεγαλύτερη απ’ το μέγεθος μιας πετσέτας, που ζούνε ιστορίες. Κι όπως κάθε καλή ιστορία, ξεκινάνε με το άνοιγμα ενός βιβλίου.
Γιατί ειλικρινά, όσους προλόγους και να γράψει κάποιος, η αίσθηση που θα αποτυπωθεί, θα πλησιάζει πολύ αφηρημένα την πραγματικότητα. Είναι ίσως, οι σελίδες που γυρνάνε με έναν ήχο που συμπληρώνει αρμονικά τους ήχους της θάλασσας ή ακόμη η μυρωδιά τους, μια μυρωδιά από μελάνι, παλιό χαρτί και αλμύρα, γιατί ξεχάστηκες και το έβαλες στην τσάντα σου με τη βρεγμένη πετσέτα.
Είναι μια απόλυτα δυναμική έκφραση μοναχικότητας, που ταυτόχρονα απέχει πολύ από οποιαδήποτε αίσθηση αποξένωσης ή μοναξιάς. Είναι ο χρόνος που επιλέγεις να περάσεις με τον εαυτό σου, η στιγμή που θα ταυτιστείς με κάποιον ήρωα που ζει περιπέτειες σ’ άλλο χρόνο και χώρο, μια καθαρή στιγμή ηρεμίας κι απαλλαγής από μια κουραστική και έντονη καθημερινότητα. Είναι αυτό που λέμε, το παραθυράκι σου, η διέξοδος που θα έχεις, όταν κοντεύεις να τρελαθείς απ’ το θόρυβο που κάνει η ζωή καμιά φορά, όταν κινείται.
Έχω τελειώσει άπειρα βιβλία σ’ εκείνη τη γωνία, έχω κλάψει κι έχω γελάσει πολύ, τόσο που να ντραπώ, έχω ξεχάσει τι ώρα είναι και το θυμήθηκα, όταν πια δεν έβλεπα πολύ καλά τις σελίδες, επειδή είχε νυχτώσει. Και μπορεί να πει κάποιος, πως αυτά είναι πράγματα υποκειμενικά, πως δεν παρασύρονται όλοι με αυτόν τον τρόπο από ένα βιβλίο, μα φταίει απλά που δε βρήκαν ακόμη το κατάλληλο.
Κι όταν λέω κατάλληλο, δεν εννοώ απαραίτητα το σούπερ ποιοτικό, που δεν ξέρω καν την ακριβή τοποθέτηση αυτής της λέξης ή κάτι εντελώς γνωστό και διάσημο που έχουν διαβάσει όλοι, οπότε σε πήρε κι εσένα η μπάλα κάποια στιγμή. Μιλάω για εκείνο το βιβλίο, που κάτι θα σου διδάξει, είτε αυτό είναι μια λέξη που δεν ήξερες πώς γράφεται, είτε αυτό είναι συναίσθημα που δεν περίμενες να βιώσεις.
Είναι μια σχέση που δημιουργείται απ’ το μηδέν το βιβλίο, είναι αυτό το κάτι που βρίσκεις να σε συγκλονίζει, κάνοντάς το, ξαφνικά, την πιο ενδιαφέρουσα δραστηριότητα. Αν εκεί προσθέσεις μια θάλασσα λάδι, ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα κι έναν καλοφτιαγμένο καφέ με πολλά παγάκια, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να σημαίνει ευτυχία.
Ξέρεις, δεν ξεχάσαμε το βιβλίο στην παραλία, γιατί ξαφνικά βρήκαμε κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνουμε. Είναι ότι συνηθίσαμε σε μια γρήγορη ροή πραγμάτων, σε μια εύκολη πρόσβαση ψυχαγωγικής τροφής με δυνατές μουσικές και παστωμένες παραλίες, που ξεχάσαμε τι σημαίνει να ηρεμείς πραγματικά.
Όταν λοιπόν έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε κάτι τέτοιο, το αποφεύγουμε όπως ο φοιτητής την εξεταστική, γιατί έχουμε ξεχάσει να το διαχειριζόμαστε. Τόσο αστείοι έχουμε γίνει.
Τώρα, ταιριάζει ένας συγκινητικός επίλογος. Ξέρεις, να έχει κι ένα μήνυμα να περάσει, να μην είναι στεγνός και βαρετός. Μα αντί γι’ αυτό, θα κλείσω το λάπτοπ και θα πάω στη γωνιά μου, με περιμένει, άλλωστε, υπομονετικά όλη μέρα και δε θέλω να φανώ αγενής.
Την πραγματικότητα, άσ’ την για μια άλλη μέρα. Εξάλλου της ανήκουν 364 το χρόνο. Αυτή τη μία, πάμε να ταξιδέψουμε κάπου.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου