Οι χτύποι του ρολογιού χτυπάνε με αυτόν τον εκνευριστικά χαρακτηριστικό ήχο και τα στολισμένα φωτάκια αναβοσβήνουν με σταθερό ρυθμό. Έξω χιονίζει, το τζάκι έχει αρχίσει να σβήνει και η ζεστή σοκολάτα μου είναι πλέον κρύα. Η τηλεόραση παίζει μία από τις κλασσικές χριστουγεννιάτικες ταινίες, αλλά εγώ κάθομαι σαν μαγεμένη κάτω από την κουβέρτα και χαζεύω το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αναθεωρώντας ξανά για το ποια είναι τελικά η πιο όμορφη εποχή του χρόνου.
Κάθομαι στο πιάνο αποφασισμένη να μάθω επιτέλους εκείνο το καινούριο κομμάτι που ήθελα, και καθώς γυρίζω τις σελίδες του βιβλίου, το μάτι μου πέφτει σε εκείνο το κομμάτι που συνήθιζες να με ακούς να παίζω. Κάνω να το προσπεράσω αλλά είναι ήδη πολύ αργά, σε θυμήθηκα. Κάποιες νότες έχουν πάνω το όνομά σου.
Πολλές φορές, συμβαίνουν καταστάσεις σαν κι αυτές που μας φέρνουν ξαφνικά κάποιον στο μυαλό που έχουμε νιώσει όμορφα μαζί του, ανεξαρτήτως διαρκείας. Μια ανάμνηση σαν μια γλυκιά μελωδία που δεν έχει τέλος. Τι κάνουν άραγε όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δεθήκαμε μαζί τους και αφήσαμε για κάποιο λόγο πίσω μας; Πώς προχωράει η ζωή τους, με ποιον πίνουν τον καφέ τους το πρωί και με ποιον γυρνάνε σπίτι τα μεσάνυχτα; Είναι ακόμα ίδιες οι αγαπημένες τους ασχολίες; Άραγε, ταξιδεύουν πουθενά σήμερα πέρα από το μυαλό μας;
Και όσο οι σκέψεις δίνουν και παίρνουν, νιώθουμε έντονη την ανάγκη να μάθουμε νέα τους, και όχι αυτά που θέλουν εκείνοι να δείχνουν στα social, ούτε αυτά που θα σου πει ο γύρω κόσμος, τα επιφανειακά. Θες να μάθεις πραγματικά νέα τους. Και πολλές φορές, δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπός, δεν είναι απαραίτητη η διάθεση για επανένωση. Για κάποιο λόγο άλλωστε δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή μας, είτε το επιλέξαμε εμείς είτε ο άλλος, για κάποιο λόγο οι δρόμοι μας χώρισαν.
Δεν ξέρεις τι να πεις, φοβάσαι ότι ο άλλος θα παρεξηγήσει αυτό το ξαφνικό σου ενδιαφέρον ή ακόμα μπορεί να μην έχει καμία διάθεση να ακούσει το οτιδήποτε από σένα. Η μνήμη σου τρέχει πίσω σε εκείνη την τελευταία φορά που ειδωθήκατε και τον λόγο για τον οποίο τελείωσε το μεταξύ σας. Για μια στιγμή σκέφτεσαι ότι ίσως είναι καλύτερα να κρατήσεις αυτή την στιγμή για τον εαυτό σου, αλλά κάτι μέσα σου είναι πιο δυνατό και εξάλλου, τα συναισθήματα δεν έχουν φραγή.
Και τον αντικρίζεις. Εντάξει, έστω πίσω από την οθόνη σου. Και ίσως να μην πέρασε καιρός, ίσως να φαίνεται σαν να ήταν χτες. Και τα δάχτυλά σου πάνω στο πληκτρολόγιο, να ψάχνουν τα κατάλληλα λόγια να εκφράσουν αυτό που νιώθεις. «Ξέρεις, σήμερα έγινε αυτό (μπλα μπλα μπλα) και σε θυμήθηκα». Α, ωραία μπράβο. «Ει με θυμάσαι;». «Εε ακόμα είμαι σε μια ηλικία που κρατάει καλά η μνήμη μου πιστεύω.» Καμία από αυτές τις πιθανές απαντήσεις δεν είναι λογικά αυτό που θέλεις.
Μερικές φορές, δε χρειάζονται πολλά λόγια. Ούτε πώς, ούτε γιατί, ούτε πότε. Μερικές φορές, κάτι απλό αρκεί για να δείξεις στον άλλον ότι τον σκέφτηκες, τόσο απλό, που μόλις βρήκες τα λόγια που έψαχνες. «Ήθελα απλώς να σου πω ότι σε σκεφτόμουν», γράφεις και ξέρεις ότι δε χρειαζόσουν τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.