Ήταν ένα βράδυ που έβαζε τον γιο της για ύπνο κι είχε έρθει η ώρα της καληνυχτο-αγκαλιάς. Τότε ήταν που της χάιδεψε το μάγουλο ένα πεντράχρονο αγόρι και της είπε : «Μαμά, εγώ θέλω να είσαι χαρούμενη. Και με τον μπαμπά δεν είσαι.». Η απόφαση -που τόσο καιρό ανέβαλε- μόλις είχε παρθεί. Άλλωστε ήταν εμφανές και για τους δυο εδώ και πολύ καιρό. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί μάλλον η απόφασή της να παντρευτεί στα 21 ήταν -το λιγότερο- ριψοκίνδυνη.
Όλα πήραν τον δρόμο τους, μετά από διάφορες -δύσκολες- καταστάσεις τα πρώτα χρόνια. Ο μικρός Γιώργος είχε γίνει οχτώ κι εκείνη πλησίαζε τα 29. Οι σχέσεις της με τον μπαμπά του μικρού είχαν βρει ισορροπίες, οι εντάσεις όλο και λιγόστευαν κι αν κάτι όφειλε να αναγνωρίσει η Δωροθέα στον Χάρη ήταν πως από το χωρισμό τους κι έπειτα οι σχέσεις του με τον μικρό Γιώργο ήταν καλύτερες από ποτέ.
Οι ρυθμοί της ζωής της Δωροθέας ήταν πολύ γρήγοροι. Είχε καθημερινά το διπλό ρόλο του γονέα τουλάχιστον σαν φυσική παρουσία. Έπρεπε να δουλέψει, να διαβάσει τον μικρό, να μαγειρέψει, να μαζέψει τα κομμάτια της κάποιες βραδιές, που παρ’ όλο που ήξερε πως είχαν πάρει τη σωστή απόφαση και τα συναισθήματά της ήταν ξεκάθαρα, θα ήθελε να μη νιώθει τόση μοναξιά. Είχε όμως τον καλύτερο σύμμαχο που η παρουσία του και μόνο της φόρτιζε τις μπαταρίες.
Παρέες είχε αρκετές αλλά ο χρόνος για εξόδους ήταν περιορισμένος. Είχε την αδερφή της αλλά έμενε μακριά και το τηλέφωνο ήταν ανεπαρκές πολλές φορές. Οι δυο παιδικές της φίλες την επισκέπτονταν όσο πιο συχνά μπορούσαν. Τα Σαββατοκύριακα που έπαιρνε ο Χάρης τον μικρό προτιμούσε, τις περισσότερες φορές, να αράξει μέσα και να σαπίσει στον καναπέ βλέποντας ταινίες. Οι φορές που την έβρισκες έξω για ποτό ήταν όταν επισκεπτόταν τους γονείς της στο χωριό όπου το «Πάω για ποτό» μεταφραζόταν «Μέχρι τις έντεκα θα είμαι στο κρεβατάκι μου».
Παρέες από τα παιδικά χρόνια που -ευτυχώς- την αποσπούσαν εντελώς από την πραγματικότητα με τις παλαβομάρες τους. Τουλάχιστον γέλαγε πολύ. Και της άρεσε να γελάει. Ζυγός στο ζώδιο κι δεν ήξερε αν ήταν τυχαίο το ότι για να πάρει μια απόφαση έπρεπε να το ζυγίσει ένα εκατομμύριο φορές στο κεφάλι της. Όσο κι ήταν η «ψυχή της παρέας» κι έδινε αβέρτα συμβουλές σε όλους, όταν είχε να κάνει με τον εαυτό της έκανε ακριβώς τα αντίθετα.
Το διάστημα που έμεινε μόνη δεν τη βοήθησε καθόλου,όμως, ως προς την κοινωνικοποίησή της στο αισθηματικό κομμάτι της ζωής της. Είχε κλειστεί καλά μέσα στον κουραστικό μα βολεμένο της κόσμο κι η πιθανότητα να βάλει ξανά τον έρωτα στη ζωή της φάνταζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Προτάσεις είχε αρκετές αφού ήταν εντυπωσιακή χωρίς να το προσπαθεί. Αλλά το ενδεχόμενο να πρέπει να παραδοθεί ολότελα σώμα και ψυχή σε κάποιον την έκανε να νιώθει πολύ ευάλωτη. Και δεν της άρεσε καθόλου να νιώθει εύθραυστη. Ασχέτως αν ήταν.
Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχαν πάει με τον μικρό στους γονείς της στο χωριό. Το βράδυ του Σαββάτου τη βρήκε να ετοιμάζεται για ένα «ξενύχτι». Το μαγαζί που θα διασκεδάζανε ήταν καινούργιο, οπότε ήταν σαν το event του χωριού κι όλοι η τσακαλοπαρέα είχε καλή διάθεση.
Η στιγμή που συναντήθηκαν τα βλέμματά τους έκανε το χρόνο να παγώσει για λίγο. Ο Μανώλης την πρόσεξε με το που πήγαν στο μαγαζί κι αφού γνώριζε κάποιον από την παρέα της αποφάσισε να πάει να συστηθεί. Εκεί στο βουνό αυτές οι καταστάσεις διατηρούν ακόμη τις παραδόσεις στο πώς δείχνουμε σε μια γυναίκα πως μας αρέσει. Κι αυτό είχε μια ρομαντική νότα.
«Δωροθέα είσαι από εδώ;», τη ρώτησε.
«Παιδιόθεν και για πάρα πολλά χρόνια ακόμη ελπίζω», του απάντησε χαμογελαστά μα σαν από απόσταση.
Η συζήτηση εξελίχθηκε σαν να έδιναν προφορικά τα βιογραφικά τους. Και κάπου μέσα στα στοιχεία που αναγράφουν κι οι ταυτότητες αναφέρθηκε η ηλικία. Ο Μανώλης ήταν 21. Όσο κι αν δεν του φαινόταν εκείνη ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει τα σύνορα του friendzone ο νέος της «φίλος» καθ’ ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με συνομήλικούς της πόσο δε μάλλον με τον -κατα τ’ άλλα- γοητευτικότατο νέο.
Όσο περνούσε όμως η βραδιά αυτοακυρωνόταν αφού έπιανε τον εαυτό της να περνάει πραγματικά καλά μαζί του. Γελούσαν, συζητούσαν κι αυτοσαρκαζόντουσαν σαν να γνωριζόντουσαν από χρόνια.
Ίσως το νεαρό της ηλικίας, ίσως το ποτό, ο Μανώλης έδειχνε ξεκάθαρα τις προθέσεις του, χωρίς όμως να γίνεται φορτικός. Άλλωστε δεν ήθελε να τελειώσει εκείνη η βραδιά. Ήθελε μόνο να είναι μαζί της. Δίπλα της. Είχε κεραυνοβοληθεί, κανονικότατα.
Το ξημέρωμα τη βρήκε να μπαίνει στο σπίτι και να προσπαθεί να ξεντυθεί όσο πιο σιγά γίνεται για να μην ξυπνήσει κανέναν. Είχε περάσει ένα πολύ χαρούμενο βράδυ. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να χαμογελά. Ή μήπως δεν ήταν μόνο αυτό; Οι σκέψεις άρχισαν να την κατακλύζουν κι αφού πάτησε για λίγο το pause του εγκεφάλου της πήγε να φιλήσει τον υπέροχο γιο της. Λίγο πιο όμορφος της φαινόταν σήμερα.
«Ξέρω πού μένεις», της είπε τη στιγμή που την άφηνε έξω από την πόρτα του σπιτιού της.
«Απειλητικό ακούστηκε αυτό», του απάντησε και γελάσανε ταυτόχρονα.
«Αύριο καφέ. Και μη μιλάς. Είπα καφέ, αύριο», σχεδόν της «πρόσταξε» ο Μανώλης περιπαιχτικά γελώντας.
Την ώρα που την έπαιρνε ο Μορφέας έφερε στο μυαλό της το γέλιο του και την περίεργη προφορά του. «Πλάκα είχε», σκέφτηκε μα ακαριαία επανήλθε στην τάξη αφού θυμήθηκε το ότι γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος και με τη διαφορά ηλικίας που είχαν το πιθανότερο ήταν πως θα γέλαγε μαζί τους όλο το χωριό συν τα περίχωρα. «Ούτε κατά διάνοια κουκλίτσα μου», μονολόγησε κι αφέθηκε στον υιό του θεού Ύπνου.
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου