Κάποιες φορές στο σπίτι ή σε ό,τι αποκαλούμε σπίτι ή σε μέρη που καθόμαστε να φάμε περισσεύει φαγητό. Το βρίσκουμε χωμένο πίσω-πίσω στο ψυγείο κάτω από νωπά αλουμινόχαρτα, μέσα στο σβηστό φούρνο, δίπλα στο νεροχύτη, μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων ή πάνω σε κάποιο τραπέζι παρατημένο ανάμεσα σε διακοσμητικό βάζο και κάποια φρούτα. Είναι το φαγητό αυτό, ό,τι έχει απομείνει από αυτά που μαγειρεψαμε, από καμία παραγγελία απέξω, από κάποιο γεύμα σε τάπερ που έδωσε η μανούλα ή η θεία, από κάποια γενναιόδωρη χειρονομία φίλων και γνωστών που ίσως να έφεραν κάτι φαγώσιμο κατά την επίσκεψή τους. Κάποιες φορές, λοιπόν, που πεθαίναμε της πείνας ή δεν είχαμε φράγκο να παραγγείλουμε απ’ έξω ή δεν είχαμε καν τη διάθεση να σηκώσουμε το τηλέφωνο και να το κάνουμε ή απλώς βιαζόμαστε και καταπίναμε άτσαλα όρθιοι και βιαστικοί στο νεροχύτη, αυτά τα αποφάγια ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γεμίσει το στομάχι μας, να το κάνει να σταματήσει να διαμαρτύρεται, να μας κάνει να πάψουμε να γκρινιάζουμε για πείνα και γουργούρισμα και να μας ικανοποιήσει για κάποιες ώρες. Βέβαια, είχαμε πρώτα πει εκατό φορές «ευχαριστώ», ευγνωμονώντας το σύμπαν και τον εαυτό μας που δεν το πετάξαμε και το αφήσαμε σε μια γωνία για να βρεθεί μπροστά μας όταν ακριβώς το χρειαστήκαμε. Ήταν ό,τι έπρεπε τη στιγμή που έπρεπε.
Μια στιγμή άβολη και δύσκολη που έπρεπε με κάτι να ικανοποιηθεί, γιατί είχαμε πεθάνει από πείνα και κούραση και κάπως έπρεπε να πάμε παρακάτω. Λογοτεχνίζει λίγο αυτό και μοιάζει με παραβολή, αλλά η όλη περιγραφή συνειρμικά, εικόνα στην εικόνα, σε έκανε να σκεφτείς ότι αυτό που σου θυμίζει σαν να το περιγράφει, σαν να το παρακολούθησε, είναι σε κάποια φάση τα προσωπικά σου. Όλες εκείνες τις φορές ή εκείνη τη μια -έφτανε και τόσο- που ό,τι είχε περισσέψει από επιλογές κατέληξε να γίνει η μια και η μοναδική σου. Όταν κάτι παρ’ ολίγο καύλες κατέληξες να τις λες αγάπες και να καρδιοχτυπάς για ένα βλέμμα. Όταν κοίταγες γύρω να πιαστείς από κάπου και τότε είδες το χέρι διαθέσιμο και το εξύψωσες σε ιδανικό για να μην τολμήσεις να απαιτήσεις να σου πιάσουν και την ψυχή μαζί με τα ακροδάχτυλα. Όταν πέταξες από το παράθυρο αυτά που είχες, μήπως και πάρεις αυτά που χρειαζόσουν γιατί δύσκολα αποκτούνται πια όσα λαχταράς.
Και έγιναν όλες αυτές οι υπάρξεις το καλύτερο που σου έτυχε ποτέ και τύχαινε αυτό κάθε μήνα, ίσως και κάθε βδομάδα, ανάλογα το είδος της ανάγκης, ανάλογα την αντιμετώπιση της αλήθειας. Να πάει από ‘κει που ήρθε και αυτή πια! Την ήξερες πάντα, αυτή σε βάζει για ύπνο όταν σβήνει η οθόνη, αυτή σε ξυπνάει όταν ανάβει. Ζεις για αυτό το ψέμα της μιας και μοναδικής ύπαρξης που όμορφα και απαλά θα ζει για σένα, γιατί κουραστήκατε και οι δυο να πεθαίνετε για το «τίποτα» πια ξεχνώντας ότι ανά τα σημάδια των καιρών εμείς είμαστε το «τίποτα» που μεσολαβεί στο ζωή κάποιου για να τον ωθήσουμε σε αυτό το πολυπόθητο «κάτι». Πρέπει να περάσει από εμάς, από τη σαχλαμάρα και την υπερβολή του δήθεν έρωτα μας και εμείς από τη δική του, να κάψουμε τους εγκεφάλους μας σε αυτή, να μην ικανοποιήσουμε τα κορμιά μας, μπας και μια μέρα μάθουμε να λέμε «όχι» σε όλο αυτό για να γίνει δικό μας για πάντα εκείνο για το οποίο θα λέγαμε σε όλα «ναι».
Κλισέ μεγάλο -αλλά ασφαλές όσο ένα πλοίο στο λιμάνι- ότι γεννιόμαστε χωρίς να το θέλουμε και λογικά για αυτό κλαίμε με λυγμούς όταν πρωτοβλέπουμε τον κόσμο. Γιατί από την πρώτη μας ανάσα όλοι είναι ξένοι και πρέπει να τους κάνουμε μοναδικούς και ξεχωριστούς για να τα βγάλουμε πέρα, να νιώσουμε ασφαλείς όπως νιώθαμε από τη σύλληψη μας μέσα στην κοιλιά -αυτή τη μια, την απαράλλαχτη- της μάνας μας. Για αυτό πονάμε και χτυπιόμαστε για την ποιότητα και όλα τα ιδιαίτερα, γιατί από την πρώτη μας μέρα ξέραμε ότι θα είμαστε μόνοι και θέλουμε καλή παρέα για την πορεία. Κάνουμε τα πάντα κάθε μέρα από την πρώτη μας έως την τελευταία να πάρουμε από όπου βρούμε εκείνη την ασφάλεια της μήτρας, της πρώτης μας δημιουργίας, πριν αρχίσει να μας διαμορφώνει ο κόσμος που μας έφεραν.
Ωστόσο θα το κάνει. Θα το κάνει ρε γαμώτο γιατί θα τον αφήσουμε και γιατί έτσι πρέπει. Αν υπάρχει «πρέπει» πιο επιτακτικό από το να ζήσουμε. Τον χρειάζεσαι στην τελική τον μέτριο άνθρωπο που θα πεις μοναδικό και όλη τη συνέπεια αυτής σου της ανοησίας που όλο κλαίει και ζητάει και άλλα εύπεπτα, και άλλα λιγότερο φιλοσοφημένα και ταιριαστά, που μια μέρα θα καταλήξουν σε πόνο και αυτοκριτική. Τον χρειάζεσαι αυτόν τον πόνο, γιατί αν δεν υπήρχε δε θα γεννιόσουν σε τελική ανάλυση και ήσουν ένα θαύμα, όσο και αν το ξεχνάς και εσύ και όλοι μας. Και για να βρεις το αντίστοιχο ταιριαστό σου θα πέφτεις σε λάθη και θα πονάς μέχρι τη μέρα που δε θα έχουν μείνει παρά μόνο τα σωστά να κάνεις πια.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.