Δεν τολμάς να πλησιάσεις. Μα κοντά σε καθετί όμορφο, παίρνεις σιωπηλά κάτι από τη λάμψη του. Εκείνη που επινόησαν όλοι οι άλλοι και που κοντεύουν τελικά να πείσουν κι εσένα πως έχει υπόσταση. Φοβάσαι πιο πολύ απ’ όσο δείχνεις. Επιμένουν να την αποδεχθείς. Ταιριάζει περισσότερο στη φύση σου σού είπαν. Ίσως να μη φαίνεται καν ο τρόμος στα μάτια σου γιατί αν κάτι έμαθες καλά είναι να τον καμουφλάρεις με το μοναδικό τρόπο που σού επιτρέπεται· να επιβάλλεσαι στους άλλους χωρίς να θέλεις να τους βλάψεις. Με απόσταση. Πολλοί ερμηνεύουν την συμπεριφορά σου αυτή με πολλές έννοιες. Σε ονομάζουν κακό, αλλοπρόσαλλο, απόμακρα εγωιστή, δύστροπο, μικρόψυχο, εγωκεντρικό, υπερόπτη, αδιάφορο. Έχεις πάψει όμως πλέον να τους αδικείς ακόμα κι αν αυτοί παρεξηγούν τις προθέσεις σου. Ξέρεις πως κι εκείνοι από κάποιον άλλο πείστηκαν αφού δε σε ξέρουν.
Οι άνθρωποι ξέρεις, πιστεύουν εύκολα την αλήθεια που βλέπουν κι ακούνε. Και μετά αισθάνονται περισσότερο σπουδαίοι αν γίνουν και οι ίδιοι φερέφωνά της. Έχουν μάθει να ενθουσιάζονται με υπέρλαμπρα πρόσωπα και στόματα που τραγουδούν υπέροχα. Αγαπούν ό, τι στα δικά τους μάτια φαντάζει «όμορφο» κι ό, τι στα αυτιά τους ακούγεται «μελωδικό», ξέρεις γιατί; Γιατί απαγορεύεται να μπεις πιο βαθιά.
Η περιοχή ορίστηκε, τα σύνορα έκλεισαν κι αυτό δύσκολα αλλάζει. Οι καημένοι. Ίσως αν τους άφηναν οι προκαταλήψεις τους να χρησιμοποιήσουν ολοκληρωτικά όλες τους τις αισθήσεις θα βίωναν την ευτυχία σε όλες της τις όψεις. Η παγίδα που έχουν στήσει οι ίδιοι τους εγκλωβίζει μέσα στα κάγκελα των παρωπίδων τους δίνοντάς τους ένα και μοναδικό όπλο, να αμυνθούν. Γλώσσες που πετούν δηλητήριο. Συνειδήσεις που δε θα γευτούν ποτέ τη γλύκα της αλήθειας.
Κοιτάζουν αδιάφορα. Βλέποντας ένα λύκο, στέκονται σε όλα αυτά που διδάχθηκαν από παιδιά. Έμαθαν να τρομάζουν στην όψη του άγριου. Στήνουν τοίχους γιατί ποτέ τους δεν έμαθαν να χαρίζουν ευκαιρίες από καρδιάς. Όλα όσα διδάχθηκαν παραμένουν στη λογική τους, είναι πια δυνατοί και στιβαροί ηθικοί φραγμοί. Τίποτα δεν εισχωρεί ενδιάμεσα. Δεν καταλαβαίνουν όμως πως εκείνοι και η υπέρτατη καλοσύνη τους πληγώνουν όλους αυτούς που εξαιτίας όλων των καλοπροαίρετα καλών απομονώθηκαν κι επέλεξαν την μοναξιά από το να πληγώνονται.
Δεν τους ρώτησαν ποτέ πώς μεγάλωσαν. Πόσους φόβους νίκησαν. Η δική τους πάλη δεν αφορά κανέναν γιατί ίσως δεν έχει ενδιαφέρον να ασχολείσαι με τα πράγματα μηδαμινά. Αυτά που όλοι βλέπουν, κρίνουν, αποφεύγουν και σου ζητούν να κάνεις το ίδιο. Πολλές φορές μάλιστα δε χρειάζεται να στο ζητήσουν καν. Τους ακολουθείς τυφλά, για σένα δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Και μ’ αυτό πορεύεσαι. Δεν είναι καιροί άλλωστε να εμπιστευόμαστε άγρια ζώα ενώ υπάρχουν τόσα χαριτωμένα λαγουδάκια τριγύρω. Όλοι μας θέλουμε ένα μικρό, λευκό, απαλό και χνουδωτό όμορφο ζωάκι στην κατοχή μας. Κανείς δε θέλει την ασχήμια. Τι έχει να σου προσφέρει άλλωστε; Θα γίνεις περίγελος της κοινωνίας και η ευθύνη θα είναι όλη δική σου. Πάρε λοιπόν την ομορφιά σου αγκαλιά, μετά κλείσ’ την σε ένα κλουβί και προχώρα στην επόμενη καλή σου πράξη.
Άσε όμως και τους λύκους στην ησυχία τους. Σταμάτα να διηγείσαι στα παιδιά σου και στα παιδιά των παιδιών σου παραμύθια φτιαγμένα με όμορφα τραγικά τέλη θέλοντας πάντα τον κακό να υποφέρει. Υποφέρει περισσότερο, γιατί βρέθηκε θέλοντας και μη κλεισμένος σ’ ένα προκαθορισμένο σενάριο ανάμεσα σε σελίδες που καταπατούν την πραγματική του προσωπικότητα. Υποφέρει γιατί εκείνος, οι πρόγονοι και οι απόγονοί του είναι καταδικασμένοι να ζουν εγκλωβισμένοι στα όρια μιας αιώνιας προκατάληψης. Εκείνον που βάφτισαν κακό μα κανείς ποτέ δε νοιάστηκε πώς πραγματικά ένιωσε. Έβαλε την ουρά στα σκέλια γιατί επάνω στη βιασύνη τους να τον τσαλακώσουν δεν υπήρξε ούτε ένας να του δώσει μια ευκαιρία να ξετυλιχθεί. Δεν υπήρξε κανένας να τον πάρει από το χέρι, να του χαϊδέψει τα μαλλιά, να τον αγκαλιάσει.
Αν πλυθεί και χτενιστεί δείχνει στ’ αλήθεια πιο όμορφος. Προσπαθεί, δεν τον βλέπεις; Μια ζωή επεδίωκε να βρεθεί κοντά σου. Ντύθηκε όμορφα, έβαλε άρωμα. Προσπάθησε μέχρι και ν’ αλλάξει, να μοιάσει σε σένα με την ελπίδα μήπως έτσι τον δεχτείς. Σε βοήθησε όταν το είχες ανάγκη, ήταν εκείνος που μετά δε ζήτησε κανένα αντάλλαγμα. Δεν τον θυμάσαι όμως. Στη μνήμη σου είναι θολός.
Έμεινε τελικά να σε κοιτάζει, κρυμμένος πίσω από το παράθυρο του ζεστού σπιτιού σου και χάζευε την ευτυχία σου. Αφού εδώ έξω φαίνεται να κάνει παγωνιά και δεν πρόκειται ποτέ να νιώσει τη ζεστασιά εκεί μέσα, ας φύγει. Άλλωστε δεν τον βλέπεις. Κι αν τον βλέπεις, τον αγνοείς. Ακόμα κι αν δείχνει πάντα ο κακός της ιστορίας, ακόμα κι αν τρομάζει περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι τρομάζουν μ’ εκείνον. Θα φύγει μετανιωμένος. Αποφάσισε να πλησιάσει τον κόσμο των προβάτων αφήνοντας την αγέλη των δικών του «κακών» πίσω. Καταλήγοντας πάντα να είναι ο κακός στο τέλος του παραμυθιού. Ας είναι. Είχε την ατυχία να γεννηθεί λύκος στον κόσμο των προβάτων. Ίσως τελικά αυτός να είναι ο τυχερός γιατί υπήρξε ξεχωριστός μέσα σε έναν κόσμο ίδιων. Το σκέφτηκες ποτέ;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου