Αυτούς που αγαπάμε, τους κουράζουμε, τους αδικούμε. Ξεσπάμε πάνω τους όλα τα νεύρα μας, λες και μπορούν να αντέξουν τα πάντα, απλώς επειδή μας αγαπούν. Τους γκρινιάζουμε, τους παραπονιόμαστε, τους κατηγορούμε δίχως λόγο. Τους στήνουμε στον τοίχο και τους σημαδεύουμε, για εγκλήματα άλλων, ή ακόμα και δικά μας.
Αυτούς που αγαπάμε, τους παραμελούμε. Τους παίρνουμε σαν δεδομένους και παύουμε να προσπαθούμε για να τους κρατήσουμε δίπλα μας. Μετά από κάποιο σημείο, μάλιστα, φαίνεται λες και προσπαθούμε να τους διώξουμε μακριά, πιστεύοντας πως εκείνοι θα μείνουν για πάντα βράχοι δίπλα μας, όσα κύματα κι αν σπάσουμε πάνω στα αγαπημένα πρόσωπά τους.
Αυτοί που μας αγαπούν υπομένουν. Μέσα στα όρια της αληθινής αγάπης είναι κι αυτή, άλλωστε, η υπομονή. Ανέχονται τα ξεσπάσματά μας, τους αβάσιμους θυμούς μας, τις φωνές, τα κλάματα, την παράνοιά μας. Ξέρουν μέσα τους πως δε φταίνε, πως επιλέχθηκαν τυχαία να παίξουν τον ρόλο αυτόν στην παράστασή μας. Ξέρουν ακόμα πως αυτός είναι ο σημαντικότερος όλων, ο πιο απαραίτητος για το έργο μας.
Μα είναι παραπάνω από άδικο αυτό. Δεν το βλέπουμε, άραγε; Αυτή η ατέρμονη ρήξη ανάμεσα σε γονείς και φίλους πρέπει κάποτε να ανατραπεί. Γιατί οι άνθρωποι λυγίζουν και σπάνε πιο δύσκολα απ’ το σκληρότερο μέταλλο, μα σίγουρα σπάνε κάποτε. Κι έτσι άδοξα, άδικα και αναπόφευκτα, οι σχέσεις χάνονται. Γιατί εμείς μείναμε στο λίγο ακόμα, θεωρώντας πως σίγουρα θα είχαν να μας το δώσουν.
Δεν το θέλαμε. Ήταν όλο ένα σφάλμα. Ο θυμός σε τυφλώνει, το άγχος επίσης. Και οι ζωές μας πια μοιάζουν γεμάτες από πίεση. Κάποιοι ξεσπάνε διαρκώς, σε όλους. Σε περαστικούς, σε πράγματα, σε ξενύχτια. Άλλοι τα διοχετεύουν εκεί που πρέπει, στους υπαίτιους, τους οποίους, όμως, εκείνοι ορίζουν βάσει των συνθηκών και που δε φταίνε πάντα εξ’ ολοκλήρου. Μα όλοι κρατούν και κάποια μέσα τους όταν πηγαίνουν στο σπίτι το βράδυ, όταν η μάνα τους τους παίρνει τηλέφωνο -πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή- ή όταν συναντιούνται με τα φιλαράκια τους για μια μπίρα και ψιλοκουβέντα.
Και τότε, πάνω στην ηρεμία τους, αυτή η θύελλα που τρέφεται από την κυκλοθυμική ρουτίνα τους γίνεται οβίδα και εκσφενδονίζεται στον πιο κοντινό στόχο. Την πρώτη φορά όλα είναι καλά. Ο στόχος τους κοιτάζει αγέρωχος κατανοώντας την πηγή του πόνου και της έξαψής τους. Μα ποτέ δε σταματάει στη μία φορά όλο αυτό.
Μα πώς να τους πεις πως δεν το κάνεις επίτηδες; Πώς να τους πεις πως το κάνεις επειδή τους αγαπάς; Πώς να τους πείσεις πως τους αγαπάς μετά από αυτό που έκανες; Αυτό που εξακολουθείς να κάνεις κι ας ζητάς μετά χίλιες φορές συγγνώμη. Τι να την κάνουν τη συγγνώμη σου όταν τους έχεις ξεφτιλίσει για χάρη ενός πταίσματος;
Τα ψέματα, όμως, πρέπει να τελειώσουν κι εμείς να πατήσουμε στα πόδια μας και να κοιτάξουμε το δάσος που απλώνεται μπροστά μας. Δε θα μείνουμε για πολύ ακόμα εδώ. Τα χρόνια μας σε αυτήν τη γη είναι μετρημένα, το ίδιο και των άλλων. Κι ενώ το να ξεσπάμε πάνω τους, έχοντας εμπιστοσύνη στην αγάπη που μας έχουν, ποντάροντας στο ότι δε θα μας παρεξηγήσουν και περιμένοντας να παραμείνουν δίπλα μας, όσα ψάρια κι αν ψήσουμε στα χείλια τους, φαίνεται η εύκολη λύση σε στιγμές πανικού, κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξουμε την τακτική μας και να τους κοιτάξουμε κατάματα. Να δούμε πόσο τους πληγώνουμε στ’ αλήθεια μ’ αυτή μας τη συμπεριφορά. Να καταλάβουμε πως δεν είναι ενδείξεις αγάπης αυτές που τους δίνουμε, αλλά σημάδια που χαράζονται στο δέρμα τους και τους ματώνουν.
Όταν τους χάσουμε, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο, θα είναι αργά. Θα μετανιώνουμε για όλες αυτές τις στιγμές που περάσαμε με λάθος τρόπο, όλες εκείνες τις στιγμές που σπαταλήσαμε, συνειδητά ή όχι. Γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε. Για το μετά. Για το δύσκολο μετά. Για να μη μετανιώσουμε. Για να πάψουμε να πληγώνουμε. Για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να επιλέγουμε πια το σωστό, όχι το εύκολο. Ποιο είναι αυτό το σωστό; Τι να σου πω κι εγώ, μια ζωή δε φτάνει για να το απαντήσουμε. Ίσως όμως να ξεκινούσαμε, με το να φέρνουμε χαμόγελα σ’ αυτούς που μας κάνουν να χαμογελάμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου