Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Λευκή Δωροθέους.

Τα ρομάντζα λένε ψέματα. Σίγουρα λένε. Είναι όμορφες ιστορίες για όμορφους ανθρώπους σε όμορφα μέρη με όμορφα λόγια κάτω από όμορφα φεγγάρια. Κι αυτό είναι όλο. Ακόμα και να μην είναι ψέματα όμως, πόσο στ’ αλήθεια διαρκούν; Μια ώρα, μια μέρα, μια βδομάδα; Το πολύ ένα μήνα. Σίγουρα κι εκεί οι περισσότεροι λένε πάλι ψέματα. Ή τους λέει ψέματα η μνήμη τους. Ή – ακόμα χειρότερα – ο ίδιος τους ο εαυτός.

Σαν τώρα, ας πούμε, σκέφτεται η Ισμήνη. Σαν τώρα που κάθεται και πίνει τζιν με την Άννα κι ακούει όσα της διηγείται. Η Άννα είναι ψηλή, ξανθιά, φοράει ένα ωραίο λευκό φόρεμα και στο λαιμό της έχει ένα μικρό ασημένιο μενταγιόν. Αυτό είναι, μια όμορφη γυναίκα με γούστο.

Η Άννα διηγείται κάτι λιγότερο από την ιστορία της ζωής της που εδώ και δυο χρόνια βρίσκεται στο Λονδίνο για να βρει τη μοίρα της. Εκεί είναι ένας Μαρκ ή ένας Τομ που η Άννα του άρεσε, του άρεσε πάρα πολύ, εκείνη ήταν δύσκολη αλλά αυτός έκανε τα πάντα για να την κάνει δικιά του.

Η Άννα τώρα είναι με αυτόν και τα πράγματα πάνε ακόμα καλύτερα. Κάθε μέρα είναι μια γιορτή κι οι δυο τους ξορκίζουν την καθημερινότητα, τέλος πάντων τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Τα ξέρει κι η Ισμήνη και τώρα πια δεν προσέχει καθόλου τι λέει η φίλη της. Απλά πίνει το τζιν της κι αγναντεύει τον κόσμο στο δρομάκι.

Κατακαλόκαιρο, τριανταπέντε βαθμοί, βραδάκι με τη ζωή να σφύζει ολόγυρα. Ακόμα και με το τζιν σορτς και το τιραντέ η Ισμήνη ζεσταινόταν. Η Ισμήνη ήταν καστανή, είχε μεσαίο ανάστημα για γυναίκα, λιγερόκορμη με υπέροχα πόδια.

Τα ποτά δίναν κι έπαιρναν, ο κόσμος χαιρόταν την ωραία βραδιά του Ιούνη, γυναίκες και άντρες με ανυπόμονα μάτια, πολύ η λιγότερο ευέλικτες χορευτικές κινήσεις και κουβέντες ζωηρές κι υποσχόμενες κάτω από την μουσική. Πόσα ζευγάρια άραγε να ερωτευτούν απόψε.

-Να σου πω Άννα μου, εγώ λέω να την κάνω να διαβάσω και λιγάκι.

-Πότε γράφεις;

-Μεθαύριο και βαριέμαι, αλλά οχτώ χρόνια είναι αυτά, πρέπει κάποτε ν’ αρχίσω, είπε γελώντας η Ισμήνη.

-Πάμε δυνατά, είπε η Άννα, καλό διάβασμα και μιλάμε αύριο.

Η Ισμήνη περπατούσε και σκεφτόταν. Ανάμεσα στις σκέψεις φύτρωναν οι ίδιες λέξεις σαν μικρές εικόνες που έσκαγαν μπροστά στα μάτια της. Εξεταστική, έρωτας, ψέματα, διάβασμα, νύχτα, παραλία, ψέματα, βόλτες, Αγγλία, εξεταστική, ψέματα, έρωτας. Ούτε ένας δυνατός έρωτας μέχρι τότε, ούτε μια καλή εξεταστική. Μερικά πράγματα απλώς ταιριάζουν, σκέφτηκε.

Δεν ήταν η μόνη. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Πως η ζωή έχει Ισμήνες και Άννες. Ναι ζήλευε, αλλά όχι από κακία. Η Άννα της είχε φερθεί όλα αυτά τα χρόνια σαν μια πολύ καλή φίλη. Σε δύσκολες στιγμές, όταν πήγαινε ακόμα Λύκειο και χώρισαν οι γονείς της. Την έκανε να ξεχνιέται, να αποφορτίζεται από όλη αυτή την πίεση στο σπίτι.

Δεν υπήρχε ούτε μια ανάμνηση από τα λυκειακά της χρόνια που να μην είναι μέσα κι η Άννα. Σε λύπες, χαρές πάντα η Άννα ήταν εκεί. Πραγματικό στήριγμα και πραγματική φίλη.

Τώρα όλα ήταν διαφορετικά. Η μία να ‘χει μείνει πίσω σε όλα. Έρωτες, εμπειρίες, σπουδές. Κι η άλλη· η άλλη να πετυχαίνει στην Αγγλία και ν’ ανοίγει μπροστά της η ζωή. Όσο να πεις ήταν αρκετοί λόγοι. Ναι ζήλευε.

– Έναν μικρό καρέλια παρακαλώ, είπε, κι άφησε ένα πεντάευρω.

Ο περιπτεράς πήρε το βαριεστημένο βλέμμα από την μικρή τηλεόραση, έψαξε στο πάνω ραφάκι και το βρήκε.

-Και φιλτράκια. Ασημί.

Ο περιπτεράς έκανε την ίδια βαριεστημένη κίνηση.

-Ισμήνη! Μη μου πεις…!

Η Ισμήνη ένιωσε στα μαλλιά της ένα χέρι. Γύρισε απότομα.

-Η Ισμήνη! Χαθήκαμε. Πώς είσαι;

Στο πρόσωπο της Ισμήνης είχε ζωγραφιστεί η έκπληξη. Αυτός που της μιλούσε ήταν ψηλός, μελαχροινός με λίγα μούσια που από κάτω τους ξεπρόβαλε ένα ωραίο ευγενικό χαμόγελο.

– Ομόρφυνες πολύ, το ξέρεις; είπε, κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω με αυτά τα πράσινα μάτια του κι ύστερα την φίλησε στο μάγουλο.

Ποιος ήταν αυτός ο κούκλος που την ήξερε και της μιλούσε έτσι. Ποιος ήταν αυτός ο κούκλος με το ωραίο χαμόγελο. Όχι, τα ρομάντζα είναι ψέματα. Ή τουλάχιστον αυτές οι πλάκες είναι τραβηγμένες.

– Δεν πιστεύω να μη με θυμάσαι, είπε εκείνος γελώντας. Θα με κάνεις να συστηθώ, είπε κάνοντας μια αστεία κίνηση με τα χέρια του.

– Δε μου λέτε παιδιά, εδώ θα το ξημερώσουμε, έκανε ο περιπτεράς. Οι δυο τους είχαν ξεχαστεί εκεί μπροστά στο παραθυράκι.

Βγήκαν στο δρομάκι. Ναι, η Ισμήνη δε θυμόταν ή τουλάχιστον κάτι της ερχόταν, αλλά όχι, δεν το πίστευε. Ήταν μια ιστορία με ένα πάρτι λυκειακό κι ένα αγόρι, αλλά όχι, σίγουρα όχι, είχε φύγει μαζί με την οικογένειά του μόνιμα για Καναδά μετά από ένα μήνα περίπου.

Η Ισμήνη όλη αυτή την ώρα έστεκε εκεί απορημένη. Δεν είχε βγάλει κουβέντα. Μόνο τα μάτια της έκαναν βόλτα πάνω του όσο εκείνος μιλούσε.

– Ο Ορέστης, είπε δειλά. Όχι, άσ’ το. Βλακεία είπα.

– Μα γιατί, μια χαρά το είπες, ο Ορέστης είμαι.

Η Ισμήνη χάρηκε που δεν έκανε λάθος. Αυτός που δεν υπήρχε εδώ και δέκα περίπου χρόνια, τώρα ήταν μπροστά της με ωραίο χαμόγελο, ευγενικό βλέμμα και υποσχόμενη διάθεση. Όχι, θα πήγαινε να διαβάσει, τα ρομάντζα λένε ψέματα.

– Δεν το πιστεύω πως μόλις γύρισα σε πέτυχα. Και να φανταστείς πως μόλις πάτησα το πόδι μου Ελλάδα σε σκέφτηκα!

Της Ισμήνης της άρεσε αυτό. Κι εκείνη τον σκεφτόταν πού και πού, με τον τρόπο που σκέφτεται κανείς κάτι τόσο ωραίο, ρομαντικό και εφηβικό. Νοσταλγικά.

-Γυρίσαμε για την κηδεία της γιαγιάς και με την ευκαιρία να ζήσουμε και λίγο ελληνικό καλοκαίρι. Τόσα χρόνια έξω μας έλειψε. Και τώρα που σε βρήκα…

Ο Ορέστης το σκέφτηκε για λίγο και δεν τέλειωσε τη φράση του. «Αλλά πες μου εσύ τι κάνεις, πώς είσαι, συνέχισε τελικά».

Περπατούσαν προς το πουθενά παρασυρμένοι απ’ την κουβέντα. Γνωρίστηκαν απ’ την αρχή κι επικοινωνούσαν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που ο Ορέστης είχε πάει στον Καναδά. Ήταν πολύ καλοί εραστές τότε. Ερωτευμένοι έφηβοι.

Τώρα ο Ορέστης δούλευε στον Καναδά σε μια εταιρεία πληροφορικής, είχε στρώσει την ζωή του κι είχε και μια αρραβωνιαστικιά. Την Έλεν, αρραβωνιάστηκαν κοντά στα Χριστούγεννα.

Η Ισμήνη δεν έλεγε ψέματα, αλλά ούτε και όλη την αλήθεια. Σιγά σιγά ανοιγόταν κι έβρισκε ανταπόκριση. Ο Ορέστης την άκουγε προσεκτικά. Ήθελε να μάθει τα πάντα γι’ αυτήν. Πού ήταν τώρα, πώς τα περνούσε, πώς τα πήγαινε στη ζωή της.

Βρήκαν ένα περίπτερο και πήραν δυο μπίρες. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και μιλούσαν. Σε λίγο πήραν άλλες δυο. Είχαν πει κι οι δύο σχεδόν την ιστορία της ζωής τους, αυτών των δέκα χρόνων. Αλλά αυτό δεν ήταν το σημαντικό. Τα σημαντικά τα ‘λεγε το βλέμμα τους. Οι λέξεις απλά άνοιγαν το δρόμο.

«Ξέρεις κάτι», είπε η Ισμήνη, «δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερη παρέα για αυτό το καλοκαίρι.»

«Ούτε εγώ», είπε εκείνος.

Ο Ορέστης πλησίασε, πέρασε το χέρι του γύρω της και την φίλησε απαλά στο στόμα. Η Ισμήνη τον αγκάλιασε. Φιλιόντουσαν εκεί στο παγκάκι για λίγη ώρα σαν έφηβοι. Όπως δυο ερωτευμένοι που γύρισαν πίσω στα γλυκά δεκάξι τους.

Δεν κρατιόντουσαν κι οι δυο. Ο Ορέστης της έπιασε το χέρι και κατηφόρισαν το δρομάκι. Μιλούσαν και σιγά σιγά μεθούσαν, εκείνος την καταλάβαινε, της χαμογελούσε γλυκά, έξω ήταν καλοκαίρι. Όλα ήταν υπέροχα. Ναι όλα ήταν υπέροχα μαζί του.

Φτάσανε σπίτι της. Ήξερε πως οι γονείς της ήταν στο χωριό. Και δεν έφτασαν καν ως το δωμάτιο. Τα κορμιά τους διψούσαν. Ο Ορέστης την έγδυσε και τη φιλούσε παντού. Οι ρώγες της είχαν ανθίσει καθώς ο Ορέστης τη φιλούσε παθιασμένα στο στήθος. Η Ισμήνη ένιωθε ερωτευμένη, ένιωθε γυναίκα. Οι δυο τους έκαναν έρωτα στον καναπέ κι απέξω το φεγγάρι του Ιούνη ελάχιστος φωτισμός έδινε τη θέση του σιγά σιγά στο ξημέρωμα.

Ήταν ενάμισης μήνας. Ενάμισης μήνας από κει και πέρα που η Ισμήνη ζούσε τον έρωτά της με τον Ορέστη. Και πέρασε γρήγορα σαν το νερό με τους δυο τους να ανακαλύπτουν ξανά τον έρωτά τους, την ζωή και την ομορφιά της. Καθετί ήταν τόσο φωτεινό και δροσερό. Η Ισμήνη ένιωθε τόσο γεμάτη κοντά στον Ορέστη. Οι βόλτες τους, οι κουβέντες τους, οι νύχτες τους, όλα.

Ώσπου ο Ορέστης έφυγε πάλι για τον Καναδά. Τη δουλειά του, την αρραβωνιαστικιά του, τη ζωή του. Κι η Ισμήνη έμεινε πίσω, αλλά πλέον είχε αλλάξει κι έβλεπε αλλιώς την ζωή της. Υπό την επήρεια του έρωτα ακόμα.

Δάκρυσε μόνο όταν είδε το αεροπλάνο να απογειώνεται. Αλλά κάπως έτσι τελειώνουν όλα, δε γίνεται αλλιώς. Αυτό που κράτησε ήταν μόνο αυτό που της είπε στο αυτί πριν φύγει.

– Σ’ ευχαριστώ για όσα μ’ έκανες να ζήσω. Κι ας ήταν τόσο λίγο, μάτια μου.

– Κι εγώ αγάπη μου.

Ήθελε να πει πως πάντα θα τον αγαπά, πάντα θα τον σκέφτεται, πάντα θα τον θυμάται.

Όχι, τα μεγάλα λόγια δεν είναι γι’ αυτήν. Τα ρομάντζα λένε ψέματα. Αλήθεια λένε μόνο οι αναμνήσεις, οι αναμνήσεις της μαζί του. Οι εικόνες που παίρνει μαζί στο ύπνο της και χαμογελά. Γιατί το ζει και το ξαναζεί στα όνειρά της μαζί με όλες της τις αισθήσεις. Το καλοκαίρι εκείνο με τον έρωτά της.


Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Λευκής και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!