Πίστευα, πως μόνο εάν γνώριζες έναν ηθοποιό από κοντά και του μιλούσες για πέντε λεπτά θα απομυθοποιούσες τον άνθρωπο που έβλεπες μπροστά σου κι όχι στην τηλεόραση. Όμως κατέληξα στο γεγονός πως η μεγαλύτερη απομυθοποίηση είναι τελικά εκείνου του μεγάλου έρωτα που είχες από μικρό παιδί και μέχρι σήμερα δεν έχεις καταφέρει να γνωρίσεις. Απεγνωσμένα ψάχνεις για γνωριμίες που θα σε φέρουν πιο κοντά στο πρόσωπο που χρόνια αποζητάς, όμως τίποτα δεν αχνοφαίνεται στον ορίζοντα.
Λένε πως οι παιδικοί έρωτες είναι χαραγμένοι στην καρδιά σου ως οι πιο αθώοι, ίσως κι οι πιο αληθινοί. Πώς όμως μπορεί ένα παιδί να αγαπάει τόσο πολύ ένα φαίνεσθαι; Πώς είναι δυνατόν αναμνήσεις μιας δευτέρας δημοτικού να ξυπνούν ένα βράδυ πρώτης γυμνασίου κι ύστερα ένα ανοιξιάτικο απόγευμα τρίτου έτους; Αναρωτιέμαι πόση δύναμη έχει αυτή η παραμυθένια αγάπη για να μην ξεχνιέται ούτε για ένα λεπτό. Μια αγάπη σκαλισμένη στο μυαλό, που δεν της δόθηκε μια ευκαιρία για να είναι. Μια ευκαιρία για να υπάρξει.
Αν δινόταν μια ευκαιρία σ’ αυτήν την αγάπη, θα έχτιζα ένα-ένα τα καλοκαίρια μας. Θα ζωγράφιζα τη θάλασσα, θα έπλεκα πράσινο στα βουνά. Θα έχτιζα τα σκαλοπάτια για το πιο απόμακρο, γραφικό ξωκλήσι στο αγαπημένο σου νησί και θα έβαφα με λευκό το σπίτι που θα μέναμε. Ο πορτοκαλί ουρανός, θα τόνιζε τα καστανά σου μάτια, που γι’ αυτά δεν έχω καταφέρει να μιλήσω αληθινά. Ο ήλιος θα μας αποχαιρετούσε κι ένα πνιχτό δάκρυ συγκίνησης θα χανόταν στα σκουρόχρωμα μπλε νερά. Το φεγγάρι θα γυάλιζε λαμπρό, όπως κάνουν πάντα οι βασιλιάδες από απόσταση.
Αν όμως σε απομυθοποιούσα κι όλα αυτά κατέρρεαν, δε θα έπαυα να σ’ αγαπάω. Ίσως τα δικά μου καλοκαίρια να γκρεμίζονταν, όμως θα ήξερα πως το δικό μας παραμύθι δε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Θα κρατούσα μια φωτογραφία σου κι όταν θα μου έλειπες θα την κοιτούσα. Θα έπαιζα μια μελωδία στην κιθάρα μου, απ’ αυτές που σε κάνουν να κλαις, τις ωραίες τις δυνατές. Θα άφηνα τις νότες να ταξιδέψουν. Να χαθούν. Θα κοιτούσα τον ουρανό, ελπίζοντας πως θα τον κοίταζες κι εσύ και ίσως, σε ένα παράδοξο άλλο σύμπαν, να τις άκουγες. Να ζούσαμε έναν έρωτα που θα άξιζε να είναι. Κι αν οι αναμνήσεις μιας ξεχασμένης δευτέρας δημοτικού που θα είχαν ξυπνήσει ένα βράδυ πρώτης γυμνασίου εμφανίζονταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα θα έδινα μια ευκαιρία να υπάρξουμε. Μονάχα αν θα το ήθελες κι εσύ.
Τώρα σε καμαρώνω. Αλήθεια. Χαίρομαι για εσένα, όταν βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν όταν την κοιτάς. Δεν πειράζει που δε θα κοιτάξεις εμένα ποτέ έτσι. Δε με πειράζει, αλήθεια. Με έκανες καλύτερο άνθρωπο κι ας μην το μάθεις ποτέ κι ας μη διαβάσεις ποτέ αυτές τις λέξεις. Όσο μακριά και να είμαστε ο ένας από τον άλλον, θα θυμάμαι.
Κι αν ποτέ βρεθείς μπροστά μου, θα σου πω εκείνο το τραγούδι που δεν έχω καταφέρει να πω ποτέ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Μπορεί το σύμπαν και οι άνθρωποι να μην πίστευαν σ’ εμάς, πάντοτε όμως είχα μια ελπίδα, ώσπου μεγάλωσα. Άλλο που κάθε φορά που σε βλέπω μου κόβονται τα πόδια. Θεωρώ πως αυτό δε θα πάψει ποτέ. Γιατί τα παιδιά δεν ξεχνούν και το δικό μου μέσα μου μού θυμίζει κάθε φορά το λόγο που είμαι εδώ και γράφω.
Μια φορά σου είχα γράψει πόσο άτυχη είχα νιώσει που σε ερωτεύτηκα και θ’ αναρωτιέμαι για πάντα τι ένιωσες όταν το διάβασες. Αν το διάβασες. Τώρα ίσως ήρθε η στιγμή ν’ ανακαλέσω. Κοίτα να δεις η ζωή τελικά. Όλο εκπλήξεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου