Το 1958 στην Φολέγανδρο ζούσε ένας φτωχός άλλα τίμιος ψαράς, o Γιακουμής. 

Ο Γιακουμής ήταν κλασσικός ψαράς, που σημαίνει ότι ήταν ξυπόλητος, βρομύλος και αμόρφωτος.

 Άλλα ήταν κάλο παιδί. 

Την ήμερα θαλασσοδερνόταν για να βγάλει μισό κιλό αθερίνα, ώστε να την πουλήσει και το βράδυ με τα λίγα χρήματα που έπιαναν τα τίμια ροζιασμένα χεριά του, έπινε σα σαύρα και μετά πήγαινε στην Μαριγώ την πουτάνα του χωρίου.

Καλό παιδί ο Γιακουμης. Άλλα άτυχο.

Βλέπετε δε γεννήθηκε στα λούσα και στα σαλόνια ούτε πήγε στο σχολείο. 

Σαλόνι του ήταν η ψαρόβαρκα του η Κωσταντίνα, λούσα του ήταν οι ψύλλοι που είχε στα γενιά του γιατί είχε να πλυθεί από το ’45 που τελείωσε ο πόλεμος, και σχολείο του ήταν το πεζοδρόμιο και η θάλασσα.   

Εκείνο το καλοκαίρι, στο φτωχό ψαροχώρι του Γιακουμή, ήρθε μια φοιτήτρια Κοινωνιολογίας που ήθελε να κάνει το διδακτορικό της πάνω στο πώς ζουν οι φτωχοί της Ελλάδας. 

Η Χέλγκα, που ήταν από την Σουηδία και δε μιλούσε γρι ελληνικά, γιατί είχε την εντύπωση ότι ήμασταν πολιτισμένοι και θα μπορούσε να συνεννοηθεί.

Έφτασε στο Νησί το ξημέρωμα με ένα υδροπλάνο που της είχε αγοράσει ο πλούσιος πατέρας της για τα εικοστά πρώτα γενέθλιας της.

Ο Γιακουμης καθότανε στην βάρκα του και μάνταρε τα δίχτυα του όταν είδε το υδροπλάνο, το οποίο επειδή μόνο στον πόλεμο είχε ξαναδεί, θεώρησε αυτόματα ότι οι Γερμανοί ξανάρθανε.

Έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν είδε την Χέλγκα να κατεβαίνει από το υδροπλάνο και να έρχεται στην προβλήτα με μια μικρή βαρκούλα.
   
Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει πότε -που σημαίνει ότι ήταν λίγο καλύτερη από μπαρμπούνι- και την αγάπησε αμέσως.

Πέταξε αμέσως τα δίχτυα στην βάρκα και πήγε να την προϋπαντήσει.
   
Εκείνη τον είδε που στεκόταν στην προβλήτα και τρόμαξε λίγο, άλλα αποφάσισε να είναι ευγενική, και έτσι αφού τον άφησε να της δέσει την βάρκα, του έδωσε ένα τάλιρο για να πάει να αγοράσει σαπούνι. 

Ο Γιακουμης τίμιος όπως ήταν, σήκωσε το χέρι αρνητικά, και της είπε με χαμόγελο. 
  
«Δεν περνάνε τα λεφτά σου εδώ κυρα μου.»

Πράγμα που φυσικά η Χέλγκα δεν κατάλαβε και θεώρησε ότι πρέπει να δώσει κι άλλα.

Του δώσε κι άλλο τάλιρο, άλλα πάλι ο Γιακουμης δεν το δέχτηκε. 

«Μα πόσο πληρώνεται πια αυτός ο βρομύλος για να δέσει μια βάρκα;», σκέφτηκε η Χέλγκα. 

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, του χαμογέλασε, κι αποφάσισε να του δώσει ένα χιλιάρικο για να τον ξεφορτωθεί.

Έβαλε το χαρτονόμισμα στα χέρια του Γιακουμή, κι ύστερα του έδειξε το χωρίο.

«Ιs there a Hotel here?» 

«Α;», απάντησε ο Γιακουμής με την απλή χωριάτικη ευγενική του. 

«Sleep. Food. Lodgings!» ελεγε η Σουηδέζικα κάνοντας παντομίμα.

Ο Γιακουμης, πανηλίθιος όπως ήταν, νόμισε ότι η Σουηδέζα τον πλήρωνε για να της φέρει να φάει. 

«Α γεια σου!», της είπε. «Θα σου φέρω εγώ ένα ψάρι που δεν θα ‘χεις ματαφάει και μετά θα σου στρώσω κάπου να κοιμηθείς. Περίμενε εδώ.» 

Σίγουρος ότι τον είχε καταλάβει, μπήκε στην βάρκα του και παράτησε την Σουηδέζα στην αποβάθρα. 

Όλη την ήμερα ψάρευε ο Γιακουμης και την σκεφτότανε.

Τι γυναίκα, τι τρόποι! 

Να πληρώσει αυτόν, έναν ταπεινό ψαρά για να της φέρει ψάρια.

Η ψαριά όμως δεν ήταν καλή. 

Ο Γιακουμης δεν κατάφερε να πιάσει τόσα ψάρια ώστε να δικαιολογεί το χιλιάρικο.

Έτσι αποφάσισε να μείνει στην θάλασσα μέχρι να μπορεί να την δει στα μάτια και να τις τα δώσει.

Τέσσερις μέρες μετά, είχε γεμίσει την ψαρότρατα μέχρι τα μπουνιά και ένα από τα ψάρια ήταν ένας τεράστιος ροφός. 

Ευτυχισμένος ο Γιακουμης ότι κάνεις δεν θα τον έλεγε κλεφτή κι απατεώνα, γύρισε στο νησί. 

Πλήρωσε και δυο πιτσιρίκια από ένα δίφραγκο για να τον βοηθήσουν να κουβαλήσει τα τελάρα και άρχισε να ψάχνει τη Σουηδέζα.

Του είπαν ότι πήγε στο σπίτι της Γιώργαινας, που είχε χώρο να την βάλει, γιατί κάνεις δεν καταλάβαινε τι τους έλεγε και δεν την γουστάρανε μια.

Μπρος ο Γιακουμης και πίσω τα πιτσιρίκια με τα τελάρα, πήγε στης Γιώργαινας και χτύπησε την πόρτα. 

Η γρια του άνοιξε και τον κοίταξε.

– Καλήμερα Γιώργαινα!

– Τι θες εδώ ρε μεθύστακα;

– Έφερα τα ψάρια της μουσαφίρισσας σου. 

– Τι θα τα κάνει η συφοριασμένη εκατό κιλά ψάρια;

– Εγώ μια φορά τα ‘φερα.

– Σ αυτήν να τα πας. Στο δώμα από πίσω μένει.
   
Πηγε λοιπόν ο Γιακουμης, τα άφησε στην πόρτα της, πήρε και τον μεγάλο ροφό στα χέρια του και της χτύπησε την πόρτα. 

Η έρμη η Σουηδέζα, όταν άνοιξε την πόρτα, είδε τον Ροφό, είδε το Νεάντερταλ που της το πρόσφερε, είδε και τα εκατό κιλά ψάρια, την χτύπησε η μπόχα κατακέφαλα και λιποθύμησε.
   
Ο Γιακουμης άρχισε να φωνάζει βοήθεια, έτρεξε η Γιώργαινα και αφού δεν είχαν γιατρό έφεραν τον παπά να την εξετάσει.
   
Όταν τελικά συνήλθε, γύρισε και είπε στα Σουηδικά ότι ήθελε να πάει σπίτι της. 

Ο Παπάς, σοφός άνθρωπος, κατάλαβε τα σουηδικά ως την γλωσσά του Σατανά, τα έδεσε και με την λιποθυμιά και αποφάσισε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η Χέλγκα ήταν δαιμονισμένη από έναν δαίμονα που δεν άντεχε τα ψάρια για κάποιο λόγο. 

Την έδεσαν στο κρεβάτι, φέραν τα τελάρα τα ψάρια στο δωμάτιο και την πλακώσανε στους αγιασμούς και τα μαντζούνια.
  
Όλες τις μέρες που κρατούσαν οι τελετές του Παπά, ο Γιακουμης ήταν απαρηγόρητος. 

Είχε τόσα όνειρα για εκείνον και τη Σουηδέζα. 

Την λυπότανε την καημένη που είχε πάθει ότι έπαθε και ήλπιζε να γίνει γρήγορα καλά, για να μπορέσει να της πει ότι την αγαπούσε και την ήθελε για γυναίκα του.

Μια βδομάδα μετά, ενώ όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί, χτύπησαν οι καμπάνες του χωρίου. 

Η δαιμονισμένη κατάφερε να λυθεί και γυρνούσε στο χωρίο μονή της. 

Ποιος ξέρει τι κακό θα έκανε αν δεν την βρίσκανε.
  
Όλο το χωρίο ξεχύθηκε να την βρει, μαζί με το Γιακουμή που κρατούσε από την ουρά τον ροφό, ώστε αν του ορμούσε ο Δαίμονας να μην είναι άοπλος. 

Ο ροφός δε, είχε αρχίσει να σαπίζει και βρομούσε περισσότερο από τον Γιακουμή άλλα κάνεις δεν έδινε σημασία.

Κατα τα μεσάνυχτα, ο Γιακουμης την είδε.

Είχε μπει στην βάρκα της και κωπηλατούσε σαν παλαβή να φτάσει στο υδροπλάνο
  
Στάθηκε στην αποβάθρα και της κούνησε τον ροφό φωνάζοντας την να γυρίσει, ότι θα την κάνει καλά και θα την αγαπάει.
  
Η Χέλγκα του έκανε ένα ξεγυρισμένο κωλοδάχτυλο,  μπήκε στο υδροπλάνο της κι έφυγε.
  
Ο Γιακουμης δεν την ξαναείδε πότε, άλλα μερικές φόρες τα βράδια, άνοιγε ένα μπαούλο και κοιτούσε τα κόκαλα που είχαν μείνει από τον μοιραίο ροφό και την θυμόταν.

Εκείνη από την άλλη δεν ξαναπάτησε πότε στην Ελλάδα, ούτε και ξανάφαγε ψάρια.

Συντάκτης: Μαρκήσιος Παπαχώστας