Είχε μόλις έρθει η Μαρία στο σπίτι μας. Κλείστηκαν στο σαλόνι με τη μάνα μου και ξεκίνησε άλλη μια φορά να μιλάει για τον Σταύρο.
«Ήταν πάντοτε εργατικός. Δεν είχα παράπονο.
Πρώτος πήγαινε στη δουλειά και τελευταίος έφευγε. «Άνθρωπος για σπίτι!», έλεγα με περηφάνια, «Δουλευταράς!»
Πώς αλλιώς θ’ ανοίγαμε σπιτικό; Με λίγα χρήματα στην άκρη θ’ ανοίγαμε το σπιτικό μας και θα κάναμε την οικογένεια που πάντα ονειρευόμασταν.
Έφτασε ο καιρός και με κόπους χρόνων βρήκαμε ένα σπίτι στα μέτρα μας. Μικρό και χουχουλιάρικο, όπως το ήθελα πάντα.
Εκείνος, όμως, άρχισε να δουλεύει πιο σκληρά. Με τις ώρες χωμένος στον υπολογιστή και τα χαρτιά του, ακόμα κι όταν γυρνούσε στο σπίτι.
Τον πρώτο καιρό τον δικαιολογούσα. Ερχόταν το πρώτο μας παιδί βλέπεις και νόμιζα πως ήθελε να μην του λείψει τίποτα.
Σιγά, σιγά άρχισε να λείπει εκείνος σε μένα.
Άρχισαν να λιγοστεύουν οι ώρες που περνούσε σπίτι, αλλά ακόμη κι όταν ήταν εδώ με αγνοούσε. Με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια λόγω αϋπνίας, έδινε σημασία πια μόνο σε ό,τι αφορούσε τη δουλειά του.
Το γραφείο είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του, είχε γίνει πάρα πολύ ανταγωνιστικός με τους υπόλοιπους συνεργάτες του, δεν άντεχε την ιδέα των διακοπών και η δουλειά του τον γέμιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Δεν έτρωγε καλά, δεν κοιμόταν καλά και η νούμερο ένα προτεραιότητά του ήταν η δουλειά.
Οι φίλοι μας άρχισαν να αραιώνουν τα τηλέφωνα και τις επισκέψεις. Αισθάνονταν παρείσακτοι κάθε φορά που βρίσκονταν γύρω του. Το κινητό του, βέβαια, δε σταματούσε να χτυπά, αλλά για λόγους επαγγελματικούς πάντα.
Κάπως έτσι, ύπουλα, μπήκε στη ζωή μας ο όρος «εργασιομανία».
Διάβαζα ό,τι σχετικό έπεφτε στα χέρια μου, μιλούσα με ψυχολόγους και προσπαθούσα να καταλάβω τον άγνωστο που ξαφνικά συγκατοικούσε μαζί μου.
Έμαθα λοιπόν, ότι εργασιομανία θεωρείται η καταναγκαστική και αδιάκοπη ανάγκη για δουλειά και ότι το 55% των ζευγαριών με ένα τουλάχιστον εργασιομανές μέλος καταλήγουν στο χωρισμό.
Η εργασιομανία συγκαταλέγεται στην κατηγορία της ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής της προσωπικότητας, δηλαδή στην διαταραχή όπου ο άνθρωπος αναγκάζει τον εαυτό του να δουλεύει, να προσέχει και να ασχολείται για αρκετή ώρα με την λεπτομέρεια, την ακρίβεια, την συστηματική εργασία.
Η ανάγκη του εργασιομανούς να αναλαμβάνει όλο και περισσότερες ευθύνες, όχι απλώς προκαλεί, αλλά διογκώνει το άγχος και ό,τι αυτό συνεπάγεται (κούραση, πονοκεφάλους, στομαχικούς ιλίγγους, γαστρεντερικά προβλήματα, ακόμα και έλκος). Aγνοεί με αδιαφορία οποιαδήποτε αρρώστια μπορεί να του κλέψει χρόνο από τη δουλειά του.
Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως όσοι δουλεύουν 11 ώρες ή και περισσότερο σε καθημερινή βάση, έχουν κατά μέσο όρο 67% περισσότερες πιθανότητες να πάθουν καρδιακή προσβολή, σε σχέση με αυτούς που εργάζονται 8 ώρες.
Η εργασιομανία τελικά, είναι μια εξάρτηση σαν όλες τις άλλες με μια σημαντική διαφορά.
Αν είσαι ναρκομανής, σε αφήνουν σε κάποιο χώρο χωρίς ναρκωτικά.
Αν είσαι εργασιομανής, δεν μπορείς να σταματήσεις να πηγαίνεις στη δουλειά. Είναι σα να σου ζητούν να κόψεις το ποτό, πίνοντας δυο ουισκάκια τη μέρα.
Όταν λοιπόν, ο άντρας μου έχασε τα τρίτα γενέθλια του παιδιού μας λόγω εργασίας και τη μεθεπόμενη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερκόπωσης, κατάλαβα ότι ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Έπρεπε να γίνει κάτι άμεσα.
Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα να τον πείσω να δει κάποιον ειδικό.
Πλέον βρίσκεται στο στάδιο που προσπαθεί να θέσει ξανά προτεραιότητες και να αντιληφθεί ότι υπάρχουν πράγματα που αξίζουν πολύ περισσότερο από τη δουλειά.
Μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, μια κουβέντα του παιδιού του.
Δυστυχώς, είναι μια μάχη που πρέπει να δώσει μόνος. Δεν μπορούμε να πολεμήσουμε εμείς γι’ αυτόν.
Εμείς είμαστε πάντα εκεί, στήριγμα και σάκος του μποξ, αν χρειαστεί, για να παίρνει δύναμη και να συνεχίζει.
Μέχρι να μπορέσει να βρει ξανά τις ισορροπίες του.
Γιατί καλή και η δουλειά, όταν δεν τρώει τον αφέντη.