Η μουσική ανέκαθεν ήταν γνωστό πως φώτιζε τον κόσμο περισσότερο από κάθε αστέρι του ουρανού, περισσότερο κι απ’ τον ήλιο. Η μουσική, βλέπεις, έχει τη δύναμη να μαγέψει και τον πιο άπιστο Θωμά, να τον μεταφέρει σε κόσμους μαγικούς και σπουδαίους, να επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτεται κι όλα όσα νιώθει.

Κάποιοι άνθρωποι έχουν βαθύτερη σχέση με τη μουσική από άλλους, όμως. Έχουν ένα χάρισμα που τους δόθηκε απ’ την ώρα που γεννήθηκαν. Την καταλαβαίνουν αλλιώς από εμάς τους κοινούς θνητούς, την έχουν στο αίμα τους. Είναι λες και τα πρώτα σύμβολα που έγραψαν ως παιδιά έμοιαζαν πιο πολύ με νότες παρά με γράμματα του αλφάβητου. Κι ίσως έτσι να έγινε όντως.

Κάποτε κάποιος απ’ αυτούς πήρε στα χέρια του μια κιθάρα. Δεν ήξερε ακόμα πώς να τη χαϊδεύει, πώς να της τραγουδά. Ήξερε μόνο πως τα χέρια του ταίριαζαν τέλεια πάνω στο σώμα της, λες και ήταν φτιαγμένα για να την αγγίζουν.

Δε χρειάστηκε παρά λίγα λεπτά για να μάθει αυτή η ψυχή να εκφράζεται μέσα από τις χορδές της. Αυτά τα δάχτυλα άρχισαν να ζωγραφίζουν πάνω στην επιφάνειά της, διαγράφοντας χίλιες δυο διαδρομές, δημιουργώντας ήχους μοναδικά πρωτοποριακούς ή αλησμόνητα κλασικούς. Και να που στο άκουσμα αυτής της μελωδίας, που έμοιαζε να περίμενε χρόνια ολόκληρα να βγει απ’ τα στήθη του οργάνου, ο ίδιος ο άνθρωπος αυτός άρχισε να τραγουδάει. Και τότε όλα τα κομμάτια του κόσμου φάνηκαν να μπήκαν στη θέση τους.

Από τότε και κάθε μέρα έπαιζε τη μουσική του, μέχρι που τον έπιανε η νύχτα και του το απαγόρευαν. Δεν το χόρταινε με τίποτα και ήθελε όσο τίποτα να το μοιραστεί με ολόκληρο τον κόσμο. Δεν ήταν ο μόνος τέτοιος άνθρωπος, όμως, σ’ αυτήν τη γη κι έτσι δεν άργησε να βρει κι άλλους να τον καταλαβαίνουν κι άλλους να νιώθουν αυτό που ένιωθε όταν έπαιζε ή τραγουδούσε.

Μια μουσική παρέα, λοιπόν, ένα συγκρότημα, μια μπάντα. Μια νέα ιδέα, ένα νέο σύνθημα, μια καθαρή πνοή μέσα στο τσιμεντένιο χάος. Όλα τόσο μικρά, τόσο μηδαμινά μπροστά στη μουσική τους. Ποιοι νόμοι τους; Ποια σπίτια τους; Ποιοι άγουστοι φίλοι και συγγενείς; Για χάρη της τρέλας τους, του πάθους τους, της μοναδικής αυτής μαγείας που ανακάλυψαν ξαφνικά θα τα πετάξουν όλα από πάνω τους, θ’ απαλλαγούν απ’ τα επίγεια, θα γίνουν αστέρια, όπως πιστεύουν πως είναι το γραφτό τους.

Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις κι έχεις την τύχη να το ανακαλύψεις νωρίς στη ζωή σου, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί στο δρόμο σου. Κάποτε, βλέπεις, θα κοιτάς πίσω σε αυτές εδώ τις στιγμές και θα τις νοσταλγείς, θα χαίρεσαι για όσα κατόρθωσες να κάνεις, για όσα θυσίασες στον βωμό του ταλέντου και του πάθους σου.

Ποιος τα μετράει, άλλωστε, τα δωμάτια του πατρικού σου που κατέστρεψες προκειμένου να τα μετατρέψεις στο στούντιό σου; Πόση αξία νομίζεις έχει στ’ αλήθεια εκείνη η ταπετσαρία που κατέβασες για χάρη της σωστής ηχομόνωσης, ή όλα εκείνα τα χρήματα που ξόδεψες μέχρι που έμεινες άφραγκος για να αγοράσεις τον απαραίτητο εξοπλισμό; Τίποτα δεν αξίζει μία μπροστά στην ψυχή σου κι αυτά που δημιούργησε. Κι είσαι στ’ αλήθεια τυχερός που το έζησες όλο αυτό. Και μάλιστα που το έζησες μαζί με την κατάλληλη παρέα, εκείνους που συμπλήρωναν, όχι μόνο τη μουσική σου, αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό.

Και χρόνια αργότερα, όταν πια θα έχεις φύγει απ’ το σπίτι των γονιών σου, όταν θα ζεις μόνος σου και θα προσπαθείς με νύχια και με δόντια να τα βγάλεις πέρα σ’ αυτή τη ζούγκλα που ονομάσαμε πολιτισμό, όταν η καθημερινότητα θα κοντεύει να πνίξει το άλλοτε όνειρο της ζωής σου και να εξαλείψει κάθε σπίθα έμπνευσης που έχεις στα σωθικά σου, εσύ θα κρατηθείς γερά απ’ το χάρισμα που σου δόθηκε, από την αγάπη που έχεις για αυτήν την κιθάρα που αγόρασες παλιά και θα τη βάλεις μέσα στο δικό σου δωμάτιο, εκείνο το μικρό που κανέναν δεν άφησες να αγγίξει, εκείνο που στόλισες με τα εργαλεία της έκφρασής σου.  Και κλεισμένος εκεί μέσα θα ζεις, μόνος σου ή και με τους παλιούς σου φίλους, το όνειρο που άφησες κάποτε να καεί στη ρουτίνα που σε κατέκτησε. Και θα είσαι από τους τυχερούς, τους σπάνιους, τους μουσικούς.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου