Γράφει η Μέλη Φράγκου.

Είναι εκείνη η στιγμή που την έχεις παίξει στο μυαλό σου χίλιες φορές.

Βράδια ολόκληρα έχεις περάσει να σκηνοθετείς την κάθε λεπτομέρεια, την κάθε λέξη.

Μόνο που τώρα δεν είσαι εσύ ο σκηνοθέτης, ούτε καν ο πρωταγωνιστής.

Κομπάρσος στην ίδια σου την ταινία με σκηνοθέτη τη μοίρα, το κισμέτ όπως άρεσε και στους δυο να το λέμε.

Ο ένας απέναντι από τον άλλο και μέσα σε λίγες στιγμές πρέπει να αποφασίσουμε τι είμαστε.

Είμαστε πρώην και θα γελάσουμε ευγενικά; Είμαστε φαντάσματα και θα προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε; Είμαστε άγνωστοι και θα τους αφήσουμε να μας συστήσουν;

Αποφάσισε. Ναι, αυτό σου ζητάω. Αποφάσισε!

Εσύ, όχι εγώ. Δώσε μου το ρυθμό και θα ακολουθήσω.

Πες μου αν θα χορέψουμε ένα παλιακό blues, ένα ερωτικό ταγκό ή το χορό της φωτιάς λίγο πριν τα κάνουμε όλα αποκαΐδια.

Σε περιμένω, δεν έχουμε χρόνο, κάθε βήμα μικραίνει την απόσταση. Γκρεμίζει το τείχος που τόσο προσεκτικά χτίζαμε.

Μας συστήνουν.

Το πρόσωπο παίρνει μορφή μειδιάματος και το άγγιγμα ηλεκτρίζει. Τα μάτια χορεύουν ήδη γύρω από την φωτιά και πετάνε μέσα τις στιγμές.

Κάψε το πρώτο φιλί στην Ωκεανίδα, κάψε και το πρώτο ταξίδι, εκείνο το ξαφνικό.

Κάψε τις αγκαλιές, τις νύχτες που τα σεντόνια μούσκευαν από ιδρώτα και σταγόνες έρωτα.

Τώρα η ένταση της μουσικής ανεβαίνει κι ο χορός γίνεται έντονος κι η φωτιά αχόρταγη. Θέλει να τα πάρει όλα, να τα κλείσει μέσα στις φλόγες της όλα. Κι εγώ πάνω στην στροφή του τίποτα ανοίγω τα χέρια μου και τα πετάω όλα μέσα.

Όνειρα, παράπονα, πόθους, πόνους, ελπίδες, κι ένα «μαζί» χαραγμένο μέσα μου βαθιά.

Ο άνθρωπός μου, ο άνθρωπός σου.

Μαλακίες. Ανθρωπάκια είμαστε κι οι δυο που δεν τολμήσαμε. Δεν τολμήσαμε να ρισκάρουμε τίποτα από την βολή μας. Τα θέλω σου, τα θέλω μου και στην μέση έννοιες ιερές που τις βρώμιζε ο εγωισμός μας.

«Ή τώρα ή ποτέ» μου δήλωσες εκείνο το ξημέρωμα πριν μου δώσεις το τελευταίο φιλί.

Κι εγώ σε εκείνο το φιλί προσπάθησα να πάρω και την τελευταία σου ανάσα. Εγώ ήξερα πως ήταν το τελευταίο. Εσύ χαμογέλασες αυτάρεσκα σαν να είχες κερδίσει κι αυτή τη μικρή μάχη μέσα στον πόλεμο του έρωτά μας.

«Κάνε ένα βήμα πίσω» σου ζήτησα όταν πια μπορούσα να μιλήσω.

«Γιατί; Σε πνίγω;» με ρώτησες έχοντας ακόμα το χαμόγελο της άγνοιας στο πρόσωπό σου.

«Όχι, θέλω να σε δω έτσι λίγο από απόσταση. Θέλω να δω τα σημάδια σου, τις αμυχές σου, τις πληγές σου.»

«Γιατί;» με ρωτάς και το χαμόγελό σου έχει αρχίσει να σβήνει. Άλλωστε κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εσένα την σκοτεινή πλευρά του μυαλού μου.

«Για να ξέρω πού είναι τα σημάδια σου αγάπη μου. Αν ποτέ χρειαστεί, να ξέρω πού ακριβώς να στοχεύσω για να μας σκοτώσω.»

Ανοίγω τα χέρια και τα πετάω όλα μέσα στην φωτιά. Να καούν, να γίνουν στάχτη, να πάψουν να έχουν χρώμα.

Μόνο το γκρι τους ταιριάζει. Ο θάνατος δεν μπορεί να έχει χρώμα.

Και τώρα πια ήξερα ακριβώς που να στοχεύσω για να σε σκοτώσω, για να μας τελειώσω.

Τουλάχιστον αυτό, μπορέσαμε να το κάνουμε μαζί.