Σάββατο βράδυ.

Τον πήρε τηλέφωνο, το σήκωσε μετά από δέκα χτύπους, όταν κατάλαβε ότι μάλλον δεν μπορεί να το αποφύγει. Βαριόταν να μιλάει ανούσια για πράγματα που δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τα διορθώσει και όμως του τα θυμίζουν.

Αν όμως κάτι τον εκνεύριζε περισσότερο, ήταν το ντρίν του τηλεφώνου στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Ένοιωθε για ένα παράξενο λόγο ότι τα πνεύματα που δημιουργούσαν οι καπνοί από τσιγάρο στο δωμάτιο, ενοχλούνται. Και δεν ήθελε να τους ενοχλεί, σαν την μάνα με το νεογέννητο κοιμισμένο παιδί της.

– Ναι; 
– Έλα ρε αφεντικό!
– Έλα, θες κάτι; Έχω δουλ…
– Δεν θα πιστέψεις ρε φίλε ποια είδα

Παύση

– Ποια; 
– Tην Αφροδίτη

Σοκ!  Έμεινε να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι άκουσε μόλις.

– Έλα ακούς; Την Αφροδίτη, την πρώτη σου.
– Έλα ναι, θα σε πάρω εγώ πιο μετά, έχω δουλειά.

Και έκλεισε το τηλέφωνο, ακόμη παγωμένος.

Η Αφροδίτη ήταν καταχωνιασμένη στις πιο σκληρές και απάνθρωπες μνήμες του. Ο πρώτος του έρωτας, η πρώτη του επανάσταση, οι πρώτες του εικόνες. Ο πρώτος του πόνος.

Το μόνο που δεν ήθελε ήταν να ξαναθυμηθεί, να νιώσει ξανά την έξαψη ή ακόμα και την προσμονή. Συναισθήματα που είχε απαλλαγεί.

Νευρίασε, φόρεσε ό,τι πιο πρόχειρο είχε και βγήκε.

Μπήκε στο αμάξι, και οδήγησε σαν τρελός προς το κέντρο. Σταμάτησε στο πρώτο μπαρ που βρήκε. Παρήγγειλε το ποτό του και άρχισε να πίνει.

Εκεί τον βρήκα μετά από τρία τέταρτα. Με είδε και με φώναξε από την πόρτα, μην τυχόν και πάω αλλού και καθίσω. 

«Κάτσε» μου είπε σχεδόν πένθιμα

«Τί έγινε;» τον ρώτησα ανήσυχα.

«Έχω δυο ώρες εδώ. Όπου και να κοιτάξω την βλέπω, όπου και να στρίψω το κεφάλι μου είναι αυτή! Δεν την αντέχω άλλο! Και εδώ μέσα αυτή είναι!» μου λέει και δείχνει τον πάγκο.

«Ποια;» τον ρωτάω. 

«Εδώ γελάνε! Η Αφροδίτη, η νεκρή!»

«Ποια;», φώναξα και γύρισα να δω αν με άκουσε κανείς.

«Δε με πιστεύεις ε; Ούτε και εγώ με πιστεύω, πίστευα πως είχα ξεχάσει και με πήρανε τηλέφωνο γαμώτο μου. Έχω κάπου μία ώρα εδώ μέσα, όσες έχουν μπει είναι αυτή. Τινάζουν τα μαλλιά τους και από πίσω μου χαμογελάει αυτή!»

«Και τί, δηλαδή ζει;», ακόμη προσπαθούσα να καταλάβω.

«Θα με τρελάνεις ρε; Και εντάξει τον πρώτο καιρό ήταν φρέσκο, όπου και να έβλεπα κοπέλα που να της μοιάζει στο ελάχιστο τρελαινόμουν, δεν ήθελα να το πιστέψω ότι αυτή έφυγε. Και μετά ήρθαν οι άλλες, που ήταν η κόπια της και μετά σιγά σιγά ξεχνούσα. Η τάση των ανθρώπων για επιβίωση πιστεύω. Αλλά τώρα; Μετά από δέκα χρόνια; Τί θέλει γαμώτο;»

Έτρεμε, και είχε ιδρώσει, μπορεί να είχε ανεβάσει και πυρετό. Παραγγείλαμε δύο ακόμα, άναψε τσιγάρο. Μου έσφιξε δυνατά τον καρπό. Ευτυχώς δε μιλούσε δυνατά, μόνο όποιος μας παρακολουθούσε θα μπορούσε να καταλάβει την ένταση.

«Ευτυχώς που ήρθες, θα μου σαλέψει, την θέλω! Τί θέλω; Ε ρε γλέντια! Με νιώθεις;»

Τον κοίταξα με ύφος συγκεντρωμένο.

«Και τώρα τί; Πάλι τα ίδια; Πάλι θα με ορίζει; Και εντάξει όσο ζούσε είχα τις απορίες που μπορεί να έχει ο καθένας. Τι κάνει, τι σκέφτεται, πώς νιώθει, την τρομάζω, δεν την τρομάζω, με σκέφτεται, δε με σκέφτεται, μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει, με σιχαίνεται, δε με σιχαίνεται, κλαίει, δεν κλαίει. Αλλά τώρα;»

Πουτάνα, ψιθύρισε.

«Λοιπόν, θα πάω στην ξανθιά πίσω μου, να δω αν θα μπορέσω να κάνω παιχνίδι. Τί με κοιτάς έτσι; Είμαι χάλια, ε; Θέλω να ξέρω αν θα την δω στο κρεβάτι, αν επέστρεψε, αν θα έρθει να με πηδήξει αντί της ξανθιάς. Διαφωνείς; Δεν με νοιάζει. Τα λέμε!»

Και σηκώθηκε σχεδόν ξεμέθυστος να πάει στην ξανθιά.

Σε μία ώρα φεύγανε μαζί.

 

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος