Από τη Χαρούλα Βασιλείου.

Βρέχει.

Κάπου τώρα, δυο μάτια θα κοιτάζουν έξω από το τζάμι και θα ονειρεύονται.

Κάπου τώρα, δυο σώματα θα φιλιούνται σφιχταγκαλιασμένα, μέσα στη βροχή.

Κάπου τώρα, δυο ψυχές θα χορεύουν μεθυσμένες, από το άρωμά της.

Δεν απορώ με τους ερωτευμένους, που αγαπούν τόσο πολύ τη βροχή. Ποιος άλλωστε δεν χαίρεται, με τις πρώτες φθινοπωρινές ψιχάλες, τη δροσιά από το βρεγμένο αέρα και το ουράνιο τόξο σε φόντο βαθύ γαλάζιο;

Όμως για τους λαβωμένους από έρωτα και πάθος, η βροχή έχει άλλους συμβολισμούς και νόημα.

Δεν έχω καταφέρει να ξεκαθαρίσω ακόμη στο μυαλό μου, αν είναι οι ερωτευμένοι που μοιάζουν στη βροχή, ή αν η βροχή μοιάζει στους ερωτευμένους.

Οι καυγάδες που θυμίζουν μπόρες, όπως και οι πρωινές ψιχάλες του Μάη, που μοιάζουν με τα ερωτόλογα, που ψιθυρίζονται τα πρωινά στο κρεβάτι.

Παθιασμένος ο ερωτευμένος, παρορμητικός και καταστροφικός, όταν ζηλεύει και θίγεται, όταν διεκδικεί και διατάζει, θυμίζει τις ατελείωτες μπόρες του Δεκέμβρη.

Σιγανή η βροχή και ήσυχη.  

Διακριτικός ο ερωτευμένος και ήρεμος, ρωτάει «Να μπω;» και σκουπίζει τα παπούτσια στο χαλάκι.

Αχόρταγη η βροχή, πεινασμένη, σμιλεύει τους βράχους στην άκρη της θάλασσας, φουσκώνει το ξύλο στο παγκάκι της πλατείας, αρρωσταίνει το σίδερο με σκουριά, στις κούνιες του χωριού.

Αχόρταγος και ο ερωτευμένος τρώει τα βλέμματα και καταπίνει τις λέξεις, καταβροχθίζει τις σάρκες του έρωτά του και καταβροχθίζεται.

«Η βροχή είναι τα δάκρυα του Θεού στη γη», είχα διαβάσει κάποτε σε ένα βιβλίο και τότε κατάλαβα πως για τον ερωτευμένο, αυτά τα δάκρυα είναι ευλογία.

Έχω δει μέσα σε αντάρα και πανικό, εκεί που ο κόσμος τρέχει να κρυφτεί από τις σταγόνες και τους κεραυνούς, ανθρώπους να στέκονται αγέρωχοι αγκαλιά και να κοιτάζουν ψηλά τον ουρανό χαμογελώντας.

Λες και εκείνη τη στιγμή, αγιάζει ο Θεός τη σχέση τους. Τους επιβραβεύει για την αγάπη τους και την προσπάθεια που κάνουν.

Γιατί οι σχέσεις είναι πόλεμος ψυχών και οι ψυχές πρέπει να εξευμενιστούν, πριν πάνε προς τη μάχη. 

Κρύβει το δάκρυ τους και θολώνει το στυφό χαμόγελό τους, να μην μπορεί ο κόσμος να τους δει, πικραμένους και ανέραστους. Γι’ αυτό και την κερνάνε δεύτερο ποτό και ένα τσιγάρο έτσι, για το «ευχαριστώ» και το γαμώτο.

Είναι βάλσαμο η βροχή γι’ αυτούς που φλογισμένοι από έρωτα, καίγονται στην επιθυμία και τις σκέψεις.

Ηλεκτρίζονται από τα συναισθήματα, θερμαίνονται από την ελπίδα και βγαίνουν στη βροχή, για να σβήσει τη φλόγα, να ρουφήξει το σώμα νερό, να γυρίσει το κορμί από τη βόλτα του ως την κόλαση στα επίγεια, με τη μορφή που είχε πρώτα.

Να επέλθει η κάθαρση και η λύτρωση.

Γιατί είναι μαρτύριο ο έρωτας, όταν τον ζεις μονόπλευρα. Και όσοι τους έτυχε, να βασανίζονται με τέτοιο τρόπο, γυρεύουν τη βροχή να κλείσει τις πληγές, στο σκασμένο δέρμα τους. Για να μην ξέρουν οι άλλοι, πόσες φορές πήγαν και ήρθαν στον Κάτω Κόσμο.

Βρέχει. Πάντα οι στάλες, μου προκαλούσαν μια νοσταλγία, για ανεξήγητο μέχρι ώρας λόγο.

Ήταν ο ήχος που έκαναν καθώς έπεφταν, η αχρωμία τους και το απερίγραπτό τους σχήμα;

Πιάνω ακόμη τον εαυτό μου, να κάθεται πίσω από την κουρτίνα με τα μάτια κλειστά και να θυμάται εκείνα που πέρασαν, μα άφησαν σημάδι. Λες και πέφτει η βροχή και μουσκεύουν οι πληγές και μαλακώνουν και για μια στιγμή ανοίγουν, για να ξαναθυμηθείς όσα με κόπο έχεις παλέψει να ξεχάσεις.

«Η βροχή είναι για εκείνους που θέλουν να θυμούνται» έλεγε η γιαγιά μου, ή ίσως καλύτερα, η βροχή είναι για εκείνους που δεν θέλουν να ξεχάσουν ποτέ.