Τόνοι από μελάνι έχουν χυθεί κι άπειρες λέξεις έχουν ειπωθεί για το πώς ορίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις έτσι ώστε να μπορέσουν να είναι -αν μη τι άλλο- «συμβατές». Ιδιαίτερα στις αισθηματικές, οι προαναφερθείσες ποσότητες πολλαπλασιάζονται πολλάκις καθώς αυτό το κομμάτι της ζωής μας το οποίο καθορίζει και την εξέλιξή μας, σε ένα μεγάλο βαθμό, θεωρείται -κι είναι- από τα πιο σημαντικά.
Αναζητούμε τον έρωτα, την αγάπη, το νοιάξιμο, τη συντροφικότητα, το πάθος, την ένταση κι όλα αυτά τα πολλά μα και τόσο λίγα, ταυτόχρονα,με παράγοντες τους οποίους νομίζουμε ότι έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας κι έτσι μπορούμε να τους εμφανίσουμε προς τα έξω υπό την μορφή κριτηρίων. Το αποτέλεσμα θα είναι ιδανικό αν ανακαλύψουμε όλα τα προηγούμενα στον σύντροφο που θα έχουμε δίπλα μας και φυσικά θα θεωρούμαστε και τυχεροί. Και τα δεδομένα ξεκινάμε να τα συλλέγουμε από παιδιά.
Κι ενώ ξεκινάμε με τις καλύτερες των προϋποθέσεων κι είμαστε πεπεισμένοι ότι κι εμείς αλλά και το ταίρι μας θα κάνουμε ό, τι περνάει από το χέρι μας για να πάνε όλα κατ΄ευχήν καταλήγουμε όχι να «σχετιζόμαστε» αλλά να εξαρτόμαστε αμφότεροι ο ένας από τον άλλον. Προσπαθούμε να καλύψουμε κενά, ανασφάλειες, ματαιοδοξίες κι επιθυμίες του ανθρώπου μας και φτάνουμε στο σημείο, ενδεχομένως, να έχουμε την «απαίτηση» να κάνει κι εκείνος το ίδιο.
Έχουμε άραγε αναρωτηθεί ποτέ τι είναι συντροφικότητα; Τι είναι σχέση; Γιατί καταλήγουμε πάντα να αναρωτιόμαστε «Μα γιατί έχει αλλάξει τόσο;». Και δεν είναι μόνο τα ερωτήματα αυτά καθ’ αυτά που μας ταλανίζουν. Είναι κι ότι με την εμφάνισή τους αρχίζει, ταυτόχρονα, η ραγδαία κάθοδος των συναισθημάτων κι όλα δείχνουν πως η κάνουλα που μέχρι πριν λίγο καιρό έβγαζε λίτρα ουράνιων τόξων ανάμεσα σε ροζ συννεφάκια ξαφνικά στερεύει και με το ζόρι «ξερνάει» μια-δυο σταγόνες υποχρεωτικών συνδιαλέξεων. Η λεγόμενη απομυθοποίηση.
Συντροφικότητα σημαίνει «σε νοιάζομαι». Δηλώνει την απόλυτη δέσμευση του ότι «σε δέχομαι όπως είσαι κι είσαι τόσο σημαντικός άνθρωπος για τη ζωή μου όσο κι η ανάσα που παίρνω». Με τη έννοια συντροφικότητα δε δηλώνουμε πως θέλουμε κάποιο δίποδο ον απλώς για να μας κάνει παρέα. Από την άλλη βέβαια δε σημαίνει ότι «κρεμιέμαι πάνω σου και προσπαθώ να ικανοποιήσω κάθε σου επιθυμία». Κι όλα αυτά ισχύουν και για τα δύο μέρη που συμμετέχουν σ’ αυτή την άτυπη συμφωνία. Είναι η ισορροπία της σχέσης που θα ορίσει την εξέλιξή της. Είναι τα προσωπικά όρια -σε συναισθηματικό επίπεδο- που θα βάλουν κι οι δύο για να μπορέσει αυτή η συνύπαρξη να είναι, όσο γίνεται περισσότερο, υγιής. Και φυσικά απαιτεί να μείνουν απ’ έξω οικογενειακές δυσλειτουργίες που αντιμετώπισαν αμφότεροι στα παιδικά τους χρόνια κι όχι μόνο.
Γιατί καμιά σχέση δε θα πάψει να είναι εξαρτητική αν ο καθένας προσπαθεί να αντικαταστήσει κάποιον από τους γονείς του σ’ αυτή ή -ενδεχομένως- ένα άλλο άτομο από το παρελθόν του. Δεν είμαστε -ούτε πρόκειται να γίνουμε- η μαμά ή ο μπαμπάς κάποιου ανθρώπου και πολύ περισσότερο όταν μ’ αυτόν τον άνθρωπο τα σεντόνια μας παίρνουν φωτιά. Δεν είμαστε σε καμία σχέση για να γίνουμε υποχείρια ή αντικαταστάτες κάποιων άλλων. Δεν είμαστε -και δε θέλουμε να γίνουν κι οι άλλοι- σκαλοπάτια κανενός.
Βρισκόμαστε εκεί γιατί γουστάρουμε αυτό το άλλο άτομο για τα μάτια του, για τα χέρια του, για τη φωνή του, για το μυαλό του, για τη φιλοσοφία ζωής που έχει και για πάρα πολλά ακόμη. Αν υπάρχουν και πράγματα που δε μας αρέσουν ή αν υπάρχουν χαρακτηριστικά δικά μας που δεν είναι αρεστά; Εκατό τοις εκατό. Αλλά ακόμη κι αυτά έχουν κάτι που μαγεύει. Κι ακόμα και γι’ αυτά επιλέξαμε κι επιλεχθήκαμε. Οπότε οποιαδήποτε προσπάθεια να ικανοποιήσουμε τον άλλον ή να ικανοποιηθούμε εμείς ως προς τις ματαιοδοξίες, τις ανασφάλειές, τις επιθυμίες και τα κενά μας απλώς επιταχύνει την φθορά της σχέσης με μαθηματική ακρίβεια. Σημασία έχει να αντιλαμβανόμαστε εμείς οι ίδιοι τι είναι αυτό που πρέπει να βελτιώσουμε στον εαυτό μας κι όχι να τσακιζόμαστε να ικανοποιήσουμε κάθε επιθυμία του ανθρώπου μας για να αντλήσουμε εγωκεντρική ικανοποίηση.
Γιατί όσο κι αν μη θέλουμε να το παραδεχτούμε ο μόνος άνθρωπος που θα πρέπει να έχουμε απαίτηση να ικανοποιήσουμε είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όχι με την εγωιστική μορφή της έννοιας αλλά με εκείνη της αυτοβελτίωσης και της αυτοπραγμάτωσης. Μόνο όταν στραφούμε αποκλειστικά μέσα μας και καταφέρουμε να μας μάθουμε -όσο γίνεται περισσότερο- θα μπορέσουμε να σχετιστούμε με πλήρη επίγνωση πως δεν είμαστε μισοί και δεν ψάχνουμε το υπόλοιπο κομμάτι του παζλ για να γίνουμε ολόκληροι.
Με αυτοεκτίμηση και με αποδοχή του εγώ μας θα εκτιμηθούμε και θα μας αποδεχτούν έτσι όπως είμαστε. Είναι η ποιότητα της δουλειάς με τον εαυτό μας που θα δώσει τα εχέγγυα στο ταίρι μας να κάνει κι εκείνο το ίδιο. Γιατί μόνο έτσι η κοινή μας εξέλιξη θα μάς πάει μπροστά και θα σταματήσει τον φαύλο κύκλο της εγωιστικής προδιάθεσης που έχουμε, οι άνθρωποι, να θέλουμε να αλλάξουμε τον άλλον για να «μας κάνει».
Αν δεν κάνουμε εμείς κάτι πρώτα με μάς ό,τι και να κάνει ο άλλος θα γυρίζει πάντα μπούμερανγκ στις κοινές μας προσπάθειες για την καλύτερη δυνατή εξέλιξη της σχέσης μας. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να ικανοποιήσουν κάθε μας επιθυμία κι όσο περισσότερο κάνουμε κι εμείς το ίδιο -με σκοπό την αποδοχή- τόσο μεγαλύτερη τρύπα στο νερό κατασκευάζουμε. Κι όλοι γνωρίζουμε πόσο εύκολα παγιώνονται τέτοιες συμπεριφορές και πόσο εύκολα μπορεί να σε καταπιεί αυτή η κατάσταση και να χαθεί οτιδήποτε όμορφο είχαμε φτιάξει από κοινού.
Οι σχέσεις θέλουν πολλή δουλειά εκτός από πολλά συναισθήματα κι οριζόντιο αγκομαχητό. Δουλειά που θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους και περήφανους για τον εαυτό μας. Κι αυτά -όταν γίνονται με προσοχή και σύνεση- είναι κολλητικά.
Κι είναι από τις καλές «αρρώστιες».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου