Σπίτια κλειδωμένα, ρολά κατεβασμένα. Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει στο χώρο σου κι εσύ νιώθεις ασφαλής. Ασφαλής από τα παράξενα βλέμματα και τα επιθετικά σχόλια που θα κατακρίνουν αυτό που κάνεις. Στην αυλή σου, κρυμμένο καλά, ανάμεσα σε ξερόχορτα και αγκάθια, δεμένο με μια σιδερένια, σκουριασμένη αλυσίδα, είναι ένα γέρικο πλάσμα με ουλές στο δέρμα, φρέσκες και παλιές.
Του λείπει νερό, του λείπει φαΐ. Του λείπει η ελευθερία, η ζέστη, η αγάπη, η ίδια η ζωή. Εσύ, που σ’ αγαπάει μ’ όλη του την ψυχή, γιατί μόνο εσένα ξέρει, αποτελείς τον χειρότερο εφιάλτη του. Κάθε φορά που σε βλέπει σκύβει το κεφάλι και κατεβάζει την ουρά, γιατί σε τρέμει, κι εσύ το απολαμβάνεις, κάθε φορά που θυμάσαι πως τον έχεις στην ιδιοκτησία σου και τον πλησιάζεις για να του πετάξεις ένα σάπιο κόκαλο, το οποίο θα συνοδεύσεις με μία κλοτσιά κι ένα γερό μπινελίκι.
Στη γειτονιά κανείς δε δίνει σημασία στο άμοιρο σκυλί που ζει στην κόλαση. Μόνο όταν μια μέρα δουν ένα απ’ τα δικά τους να αργοπεθαίνει, απ’ τις φόλες που εσύ έριξες, αρχίζουν να ανησυχούν. Περνούν απ’ το κλειστό σπίτι σου καθημερινά, έχοντας συνηθίσει πια να το βλέπουν, χωρίς καν να το προσέχουν. Κι εσύ συνεχίζεις ήρεμος να βασανίζεις μια ψυχή που θεωρείς κατώτερη, ενώ είναι τόσο ανώτερή σου, γιατί δε γνωρίζει το μίσος και την κακία που σε περιβάλλουν.
Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν το αφήνεις ελεύθερο, αφού δεν το αγαπάς. Γιατί το έχεις εκεί, μου λες; Για να το χτυπάς; Το ευχαριστιέσαι, αλήθεια, τόσο;
Μα ξέρω καλά τι είναι αυτό που σε ευχαριστεί. Νιώθεις ασήμαντος και το ξέρεις καλά. Νιώθεις πως δεν έχεις θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, πως είσαι ένα τέρας. Ένα τέρας που τη βρίσκει όταν βγάζει τη ζώνη του και μαστιγώνει ένα μικρό σώμα, που έχει φροντίσει πρώτα να αποδυναμώσει, ξέροντας πως, υπό άλλες συνθήκες, δε θα ήταν υποδεέστερό του. Κι ενώ εκείνο εύχεται μια μέρα να σπάσει αυτή η αλυσίδα, εσύ χαίρεσαι που επιτέλους κάποιος σε φοβάται, γιατί στο μυαλό σου ο φόβος είναι συνώνυμο του σεβασμού, και ποτέ δε σε σεβάστηκαν.
Το βράδυ όταν πέφτεις για ύπνο, ούτε που σου περνούν απ’ το μυαλό τα τόσα εγκλήματά σου. Ξαπλώνεις ήσυχος, ανενόχλητος, στο ζεστό σου κρεβάτι, κι ας ξέρεις πως λίγα μέτρα πιο ‘κει βρίσκεται ένα ματωμένο ζώο που κρυώνει και φοβάται, πληγωμένο απ’ το χέρι που, κατ’ εμέ, θα έπρεπε να σου κόψουν απ’ τη ρίζα.
Μα ο κόσμος δεν αντιδρά, κι εκεί είναι που η κοινωνία χωλαίνει. Αυτό είναι που επιτρέπει σε τέρατα σαν εσένα να κάνουν ό,τι γουστάρουν, χωρίς να υπολογίζουν νόμους και ποινές είναι η αδιαφορία. Γιατί όσες φορές κι αν περάσω έξω απ’ αυτό το σπίτι, όσες φορές κι αν κατεβάσω το βλέμμα και σκεφτώ πως δεν αξίζει να μπλεχτώ σε κάτι που δε με αφορά άμεσα, εσύ θα πάρεις το εισιτήριο για να περάσεις άλλη μια μέρα ελεύθερος, να γλεντάς όπως μόνο εσύ ξέρεις, ενάντια σε κάτι πιο αδύναμο απ’ τον κατεστραμμένο σου εγωισμό.
Αυτή η κατάσταση, όμως, πρέπει να σταματήσει. Εσύ πρέπει να πάψεις να έχεις τόση δύναμη κι εκείνο πρέπει να πάει κάπου όπου το αγαπούν, για όσο χρόνο του έχει μείνει. Καμιά ψυχή δεν πρέπει να τραβάει τέτοια μαρτύρια, είτε είναι κλεισμένη σε σώμα ανθρώπινο είτε σε σώμα ζώου. Κι όσο κι αν θέλω να σε φτύσω στα μούτρα και να σε δω να ικετεύεις για έλεος, όπως θα έκανε αυτό το πλάσμα αν είχε φωνή, ξέρω πως τότε θα γινόμουν εσύ, και δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάντια απ’ αυτήν.
Γι’ αυτό κι αν σε ξαναδώ, απλώς θα σε παραδώσω στις αρχές. Εκείνοι ξέρουν τι να κάνουν, και ελπίζω πως θα το κάνουν καλά. Ίσως τότε να βρεις τη θέση που σου αξίζει σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή που έχεις τώρα πρέπει να ανατραπεί.
Η κακοποίηση των ζώων είναι κάτι απαράδεκτο. Είναι αισχρή, όπως και η κακοποίηση των ανθρώπων ή των παιδιών. Γιατί εδώ έχουμε μια περίπτωση που το θύμα δεν έχει κανέναν τρόπο να προστατευτεί ή να αντιδράσει. Βρίσκεται αποδυναμωμένο, χωρίς φωνή, κλεισμένο σε έναν φαύλο κύκλο γεμάτο βία, πόνο και άθλια μεταχείριση. Κι αν δε λάβει κάποιος άνθρωπος δράση, τότε εκείνο είναι καταδικασμένο. Μήπως έφτασε η ώρα να κάνουμε κάτι, λοιπόν;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.