Ας σκεφτούμε για δύο λεπτά πόσες φορές ποθήσαμε κάτι που δεν μπορούσαμε να έχουμε; Πόσες φορές μπλέξαμε μόνο και μόνο επειδή κάναμε κάτι που απαγορευόταν; Και μετά καταλάβαμε πως στην τελική δε σκεφτόμασταν με το μυαλό μας μα ήμασταν μαγεμένοι από την αδρεναλίνη που προκαλούσε το απαγορευμένο.
Είναι γνωστό πως μόλις πεις στον άλλον ότι δεν του επιτρέπεις κάτι αυτός θα το κυνηγήσει. Όταν ο άνθρωπος νιώσει ότι κάτι είναι εκτός των ορίων του το θέλει πιο πολύ διότι αυτομάτως αποκτά πιο πολλή αξία για εκείνον. Σκεφτείτε το λίγο. Όλα έχουν ένα κοινό. Έχουν την δύναμη να ανάβουν μια σπίθα στο άτομο που τίποτα επιτρεπτό δεν μπορεί να ανάψει.
Όλα είναι ένα παιχνίδι του μυαλού κόντρα με τη λογική. Ενώ ξέρουμε πως δεν πρέπει, το κάνουμε. Ενώ ξέρουμε πως θα πληγώσουμε κάποιον το αγνοούμε. Ενώ ξέρουμε πως δε μας νοιάζει και τόσο να το έχουμε, βάζουμε στόχο να το κατακτήσουμε μόνο και μόνο επειδή μας απαγορεύτηκε. Κι ενώ ξέρουμε πως δεν επιτρέπεται, αψηφούμε κάθε νόμο. Λαχταρούμε πάντοτε το άπιαστο διότι έχει μια μαγεία που δεν έχουν αυτά τα σταθερά που ήδη έχουμε στη ζωή μας.
Γνωρίζεις ίσως, πως είσαι πολύ τυχερός κι έχεις ανθρώπους που σ’ αγαπάνε, μια δουλειά, μια καριέρα, ένα σπίτι, ξαφνικά βρίσκεις τον εαυτό σου να βαδίζει σ’ έναν δρόμο σκοτεινό, μυστικό και που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Όσο και να αναρωτιέσαι «Γιατί βρίσκομαι εδώ; Θα έπρεπε να είμαι σπίτι μου. Γιατί δεν μπορώ να πάω σπίτι;», δε θα καταφέρεις να βρεις την απάντηση. Διότι την ξέρεις ήδη. Σου μοιάζει αφύσικο και καθόλου λογικό που διάλεξες τον λάθος δρόμο, μα όσο και να θέλεις να φύγεις κάτι σε κρατάει δεμένο.
Κι αυτό είναι το ότι γνωρίζεις πως δεν μπορείς να πεις τίποτα σε κανέναν, το ότι κρύβεσαι, φοβάσαι και μια ανησυχία σε διακατέχει. Το ότι δεν μπορείς να φας, δεν μπορείς να κοιμηθείς ήσυχα, ξυπνάς με ταχυκαρδίες και βλέπεις εφιάλτες δε σε ενοχλούν γιατί, όπως και να το κάνουμε ό, τι δεν μας επιτρέπεται έχει κάτι ξεχωριστό, ρε παιδί μου. Πού να το εξηγήσεις όμως;
Θα τσακωθείς, θα πληγωθείς, θα κλάψεις μα εσύ θα επιμένεις στον εκτός ορίων δρόμο που έχεις διαλέξει. Ξέρεις πως δεν είναι το καλύτερο, γνωρίζεις πως κινδυνεύεις να χάσεις πράγματα που έχεις κατακτήσει με κόπο, μα εκείνη τη στιγμή, εκείνο το λεπτό που το ζεις, δε σκέφτεσαι τίποτα. Δε σε νοιάζουν οι συνέπειες γιατί νιώθεις όπως δεν ένιωσες ποτέ. Τα χέρια σου ιδρώνουν, τα πόδια σου τρέμουν, το μυαλό σου ταξιδεύει, η λαλιά σου έχει κοπεί, η αδρεναλίνη στα ύψη και το μόνο που σκέφτεσαι είναι πόσο σωστό μοιάζει αυτό το λάθος.
Μια μέρα θα ξυπνήσεις όμως και το απαγορευμένο δε θα είναι τόσο ποθητό πλέον και δε θα σου δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα διότι θα είναι πια νόμιμο. Και τότε τι κάνεις; Το κρατάς γιατί όντως είναι αυτό που ευχόσουν, ή το πετάς επειδή έχασε την δύναμη και την μαγεία του; Όταν θα επιτρέπεται πλέον θα καταλάβεις πως ίσως δεν άξιζε τελικά. Ίσως και ν’ αποφασίσεις πως δεν ήθελες να θυσιάσεις ό, τι έχεις και δεν έχεις. Ίσως να σε κουράσει, να σε ξενερώσει και να θες την ησυχία σου. Ίσως χάσει την ικανότητά του να σε ανεβάζει και δε θα είναι πλέον η διέξοδος στην ρουτίνα επειδή θα έχει γίνει αυτό μια ρουτίνα. Και τότε τι κάνεις;
Τίποτα. Αποδέχεσαι την κατάσταση όπως έχει. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και υπόσχεσαι στον εαυτό σου την επόμενη φορά να το σκεφτείς δύο φορές προτού να πέσεις στα δίχτυα της μάγισσας αδρεναλίνης. Να μη μετανιώνεις όμως για τίποτα, γιατί ό, τι έκανες το έκανες γιατί κάποτε το θέλησες πολύ και για μια στιγμή σ’ έκανε χαρούμενο. Κι ευχήσου πως μια μέρα θα καταφέρουμε να μη θέλουμε ό, τι μας λείπει, να μη ζητάμε τον άνθρωπο που δε θα μπορούμε να έχουμε, μα να έχουμε αυτό ακριβώς που επιθυμούμε, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να ψάξουμε ελαττωματικές πατερίτσες που θα μας ξαναρίξουν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου