Καθώς περνάνε τα χρόνια κι αλλάζουν οι γενιές πολλά πράγματα με τον καιρό διαφοροποιούνται άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο. Ειδικά τα παιδικά μας χρόνια δεν είχαν μεγάλη σχέση μ’ εκείνα των γονιών μας όπως δε θα έχουν μεγάλη σχέση με τα βιώματα των δικών μας παιδιών κι απογόνων. Δεν είναι απαραιτήτως κακό που αλλάζουν οι εποχές, που ο κόσμος εξελίσσεται, που οι συνήθειες αποκτούν διαφορετική χροιά, που τα παιχνίδια μπλέχτηκαν με την τεχνολογία και τα παραμύθια μετατράπηκαν σε video games κάνοντας τα αγαπημένα αντικείμενα των γονιών μας να μοιάζουν με ρετρό αναμνήσεις. Και τα δικά μας άλλωστε για όσα παιδιά γεννήθηκαν πριν λίγα χρόνια είναι τουλάχιστον ξεπερασμένα κι αυτό είναι λογικό, η ζωή δε σταματά ούτε περιμένει.
Ωστόσο υπάρχει ένα συναίσθημα που είναι δύσκολο κανείς να περιγράψει ή να συγκρίνει με κάποιο άλλο και που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν αλλάζουν και μας ξεπερνούν οι εποχές, θα μένει πάντα εκεί, ανεξίτηλο, σαν παλιά κιτρινισμένη καρτ ποστάλ με πρόσωπα αγαπημένα. Διότι σε άλλους μας περισσότερο σε άλλους λιγότερο έτυχε κάπως κάπου κάποτε να περάσει από τα χέρια μας επιβιώνοντας από την φθορά του χρόνου κάποιο παλιό παιχνίδι ή κάποιο βιβλίο των γονιών μας γεμάτο παραμύθια άλλων κόσμων κι εποχών ταξιδεύοντας από γενιά σε γενιά με φιλοδοξία να αντέξει ακόμη και για τις επόμενες.
Ακόμη κι αν αυτό το αντικείμενο, όμως, έμοιαζε με αντίκα στα δικά μας μάτια δεν έπαυε να είναι ξεχωριστό αφού κουβαλούσε πάνω του συναισθήματα, αναμνήσεις και τη μυρωδιά ενός τότε που δε γνωρίσαμε παρά μόνο μέσα από ιστορίες των δικών μας. Ιστορίες τις οποίες μας διηγούνταν πάντα σαν τα παραμύθια εκείνα που διάβαζαν κάποτε στους ίδιους οι παππούδες μας. Ιστορίες που μας νανούριζαν λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος και που στα παιδικά μυαλά μας ζωντάνευαν αργότερα στα όνειρα. Γι’ αυτό όσο παλιό, φθαρμένο, ξεπερασμένο, ακόμη και βαρετό να μοιάζει κάποιο παλιό παιχνίδι ή βιβλίο δε θα χάσει ποτέ τη γοητεία της ιστορίας που κρύβει μέσα του.
Δε θα χάσει ποτέ τη μαγεία του περάσματος από τα χέρια των δικών σου ανθρώπων που ήταν κάποτε κι εκείνοι παιδιά, στα δικά σου χέρια και –γιατί όχι- στα χέρια των παιδιών σου έστω κι ως κειμήλιο πια. Διότι όλα όσα συνδέονται με εποχές που δεν πρόκειται ποτέ να ζήσουμε, να καταλάβουμε, να νιώσουμε στο πετσί μας, ταυτίζονται με το άγνωστο όπως και με τη γλυκιά εκείνη νοσταλγία του πεπερασμένου. Μια νοσταλγία που μπερδεύεται σε δόσεις σωστές μ’ εκείνη τη λίγο πιο γλυκόπικρη νοσταλγία ενός άλλου εαυτού ανθρώπων που αγαπάμε αλλά γνωρίζουμε μόνο με την ιδιότητα των γονιών.
Ένα παλιό δικό τους παιχνίδι ή παραμύθι δεν ήταν ποτέ απαραίτητο να κάλυπτε στο έπακρο τις πρακτικές ανάγκες μας. Αρκούσε όμως που κρατώντας το ζωντάνευαν πάντα εικόνες από παιδικές σκανταλιές και συνήθειες αγαπημένων προσώπων οι οποίοι μπροστά μας δε θα καταφέρουν ποτέ ξανά να γίνουν όντως παιδιά. Αρκούσε που κρατώντας το ήταν σαν να ερχόμασταν έστω και νοερά λίγο πιο κοντά σε όλα όσα εκείνοι ονειρεύονταν τότε. Σε όλα όσα έκαναν εκείνους χαρούμενους, στη δική τους λαχτάρα για παιχνίδι, στις παιδικές τους αγωνίες, στην ανέμελη ακόμη ψυχή τους, στους φανταστικούς κόσμους τους. Αρκούσε που για λίγο στο μυαλό μας οι γονείς μας έρχονταν πιο στα μέτρα μας, λίγο πιο κοντά στις δικές μας παιδικές ανησυχίες, στις δικές μας παιδικές λαχτάρες. Αρκούσε γιατί έστω και στο επίπεδο του φανταστικού γεφυρώνονταν για όσο διαρκούσε το ταξίδι στον χρόνο εκείνο το χάσμα μεταξύ γενεών, εκείνο το χάσμα -μικρό ή μεγαλύτερο- μεταξύ παιδιού και γονιού. Αρκούσε γιατί μας έκανε να νιώθουμε ότι κρατάμε στα χέρια μας ένα ανεξερεύνητο κομμάτι τους, πιο ευάλωτο, ευαίσθητο, πιο ταιριαστό μας, όπως κι ένα κομμάτι γεμάτο από σκονισμένο παρελθόν, ένα κομμάτι μια ολόκληρης παλιάς ιστορίας.
Όσο κι αν εξελίσσονται τα παιχνίδια, λοιπόν, όσο κι αν κοιτάζοντας πίσω μας φαίνονται όλα τόσο ξένα, περίεργα, βαρετά, ίσως ούτε καν παιχνίδια, πάντα το συναίσθημα με το οποίο έχουν ποτίσει θα είναι αρκετό να μας ταξιδέψει, να μας γλυκάνει, να μας κάνει να νοσταλγήσουμε μια ζωή που δε ζήσαμε ποτέ οι ίδιοι αλλά ανήκε στους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους πράγμα από μόνο του μαγικό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου