Γράφει η Σοφία.
Μας κοιτάω και δε μας αναγνωρίζω. Πώς καταντήσαμε έτσι; Εμείς που για να πάμε στο περίπτερο ήμασταν σιαμαίοι, εμείς οι άφθαρτοι, το παράδειγμα προς μίμηση, το καμάρι των οικείων, ο φθόνος των αντιπάλων. Μια αγάπη μάλαμα, μια αγάπη από αυτές που δεν πιστεύεις πως θα σου τύχουν.
Πόσο παράδοξα τυχεροί σταθήκαμε, πόσο ανάξιοι να την τιμήσουμε όπως της πρέπει. Τα σκατώσαμε επισήμως και μείναμε να κοιτάμε τη μούχλα να ‘χει μπαστακωθεί στο σπίτι μας, να πιάνουμε κουβέντα μαζί της, να την κάνουμε φίλη μας, να την παίρνουμε στο κρεβάτι μας, να μην ακουμπιόμαστε πια.
Κι όταν τελικά η μούχλα έγινε τέρας και μας έφαγε, έμεινα να σε κοιτάω αποσβολωμένη. Ποιος στο διάολο είσαι ‘συ που μου μιλάς με απάθεια; Ποια είμαι εγώ που σε κάνω σκουπίδι και σε σέρνω στη γωνία; Γιατί όταν με αγκαλιάζεις νιώθω σαν ξεπέτα, γιατί όταν σε αγκαλιάζω μυρίζεις διαφορετικά;
Βγάζεις το παλτό σου κι απλώνεσαι στον άλλοτε καναπέ μας και νομίζω ότι θα πιεις τον καφέ σου σκέτο κι όχι μέτριο. Βγάζεις τα marlboro απ’ την τσέπη και περιμένω να δω camel. Μιλάς και δεν αναγνωρίζω τη φωνή σου. Σαν να ψήλωσες τελευταία.
Μου περιγράφεις κάτι όνειρα, κάτι σχέδια, κάτι στόχους που απέκτησες και δε με βρίσκω πουθενά. Σκέφτομαι να πάω ένα σινεμά και δειλιάζω να σου προτείνω να πάμε παρέα. Σου πιάνω το χέρι και γυρνάς το κεφάλι, στο φανάρι δε μου ακουμπάς το γόνατο. Αλλά και όταν σκύβω στο λαιμό να σε φιλήσω, το δέρμα σου τραχύ, άγριο, πονάνε τα χείλια μου. Απωθητικά φιλιά, όλα βρωμάνε ναφθαλίνη.
Ψεκάζω τριαντάφυλλο και ξαπλώνω στα σεντόνια μας. Πόσο μ’ αρέσει να κοιμάμαι. Θέλω να κοιμάμαι 14 ώρες, να μην αλλάζω καν πλευρό, να μην αγωνιώ αν τηλεφώνησες, να ντύνω το μαξιλάρι με το ξασπρισμένο σου φούτερ, να λέω είσαι εκεί. Να ξέρω ότι θα πιεις τον καφέ σου μέτριο, θα καπνίσεις marlboro, θα έρθω με το ποτήρι στο κρεβάτι να σου πω μια καλήμερα.
Να πάμε στην προβολή τη μεταμεσονύχτια, να σου σφίξω το χέρι στο λεβιέ, να μου χαϊδέψεις το γόνατο, να είναι ο λαιμός σου απαλός να ανοίξουμε το παράθυρο, να πετάξουμε τη μούχλα στον ακάλυπτο.
Αλλά ξυπνάω και βρίσκομαι σ’ ένα υπόγειο, σε έναν ξένο καναπέ που βρωμάει ένα άρωμα που εσύ δεν έχεις φορέσει ποτέ, σε μια γειτονιά που δε συχνάζεις, σε ένα κτίριο που δεν κουβαλά καμία ανάμνηση δική σου. Σε ένα σπίτι που δεν είναι σπίτι μου και που όμως ευτυχώς έχει ένα κρεβάτι για να μπορώ να κοιμάμαι.
Να κοιμάμαι, για να βρίσκομαι έστω αυτές τις 14 ώρες στον καναπέ που δε με αγκάλιαζες σαν να είμαι μια ξεπέτα, εκεί που ήμασταν άφθαρτοι, εκεί που όλα φάνταζαν ιδανικά, εκεί που βρισκόμασταν πριν υπερεκτιμήσουμε τις δυνάμεις μας. Πριν πειστούμε ότι η αγάπη είναι πανάκεια, πριν επαναπαυτούμε στα δεδομένα μας, πριν πάψουμε να το ποτίζουμε το ρημάδι το γλαστράκι κάθε μέρα, πριν κάνουμε τους εγωισμούς σημαία, πριν σε απογοητεύσω, πριν με ταπεινώσεις, πριν βάλουμε τρίτους στη δυάδα μας, πριν ξεχάσουμε ότι είμαστε δυάδα, πριν γίνουμε τρεις. Εσύ, εγώ και η μούχλα.
Να κοιμάμαι για να ξαναβρεθώ εκεί που δεν είχαμε καμία αμφιβολία. Τότε που ξέραμε ότι εμείς άξιζε να συναντηθούμε, μόνο για να θριαμβεύσουμε. Παρέα.
Στο Τ.