«Πρόσεχε μην πέσεις!»
Σου τα έλεγε η μαμά σου, και η γιαγιά σου, και η γειτόνισσα που σε έβλεπε να τρέχεις σαν το παλαβό με το ποδήλατο σε εκείνον τον κακοτράχαλο δρόμο-σκοτώστρα της γειτονιάς σου. Σε προειδοποιούσαν, αλλά τελικά ήρθε η στιγμή που έπεσες. Το ήθελες; Σίγουρα όχι. Κάποιες φορές ίσως να πήγαινες γυρεύοντας, άλλες φορές όμως πρόσεχες στ’ αλήθεια επειδή φορούσες τα καινούρια σου ρούχα και δεν ήθελες να τα καταστρέψεις. Άσε που, εδώ που τα λέμε, δεν ήσουν κανένα χαζό για να θέλεις να σκίσεις τα γόνατά σου, σε ποιον αρέσει να πονάει; Κι όμως πάλι έπεσες.
«Πρόσεχε μην πληγωθείς.»
Σου τα έλεγαν οι φίλοι σου, σου τα έλεγε και το ένστικτό σου, αλλά εσύ εκεί, ντουβάρι σωστό· δεν έβλεπες, δεν άκουγες, στωικά μόνο περίμενες τα πράγματα να πάρουν την τροπή που επιθυμούσες. Δεν την έπαιρναν όμως. Και να σου εσύ στα πατώματα, και δώσ’ του κλάματα, κι άντε ξανά από την αρχή να παριστάνεις πως ok, δεν έγινε και τίποτα, μπας και συνεχίσεις τη ρημαδοζωή σου μετά από το στραπάτσο, μέχρι τουλάχιστον να έρθει το επόμενο. Άλλωστε ο κόσμος έχει πολύ πιο σοβαρά προβλήματα από τα ζητήματα καρδιάς, έτσι δεν είναι; Έσκαγες λοιπόν και κολυμπούσες ακόμα κι αν δεν έβλεπες μπροστά σου στεριά, δεν πείραζε, θα ερχόταν κι εκείνη η στιγμή, έτσι δε γίνεται συνήθως;
Μπανταρισμένα γόνατα ή μπανταρισμένες καρδιές, ερχόταν πάντα εκείνο το πρωί που συνειδητοποιούσες πως δεν πονούσες πια· κάποια τραύματα που σε έκαναν να τρελαθείς στο κλάμα δεν ήταν τελικά ικανά ούτε για να σου αφήσουν μια απλή ουλή, έτσι για την ιστορία, ενώ άλλα, ακόμα κι αν σου άφησαν κουσούρι, τουλάχιστον πονάνε μια στις τόσες, μόνο αν, για παράδειγμα, τύχει κι αλλάξει ο καιρός, αλλά το συνήθισες κι αυτό και δε σε ενοχλεί πια, μεγάλα παιδιά είμαστε.
Με τον ίδιο τρόπο, τον άνθρωπο που αγάπησες, που θεοποίησες, που σε ρήμαξε, έρχεται πάλι εκείνο το πρωί που η ζωή τον κάνει έναn με τους πολλούς. Σε κούρασε η απραξία του, το λίγο του, πήρε ο αέρας τη χρυσόσκονη που του έριχναν τα μάτια σου τόσο καιρό, ποιος ξέρει; Πάντως τον βλέπεις και συνειδητοποιείς πως δεν σφίγγεται πια το στομάχι σου στην όψη του, δεν ιδρώνουν οι παλάμες σου όταν σου μιλάει, δεν μοιάζει καν όσο όμορφος νόμιζες πως ήταν, δεν φαντασιώνεσαι την επιστροφή του, ούτε τη συγγνώμη του, ούτε καν τη μετάνοιά του, γιατί απλά δεν σε ενδιαφέρει. Σε ανάγκασε να μην σε ενδιαφέρει.
Είναι σοκαριστική η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δε νοιάζεσαι πια, αν το έχεις ζήσει θα ξέρεις τι εννοώ. Εκπλήσσεσαι με τον ίδιο σου τον εαυτό, έχεις συνηθίσει τόσο πολύ να πονάς για κάποιον άνθρωπο, να συνταράσσεσαι με τη σκέψη ή την παρουσία του, που με τον καιρό σχεδόν θεωρείς την επιβολή του πάνω σου κομμάτι του εαυτού σου. Νομίζεις πως από εδώ και πέρα θα ζεις έτσι, ένας συναισθηματικός σακάτης που θα γλείφει τα τραύματά του εσαεί, έλα όμως που η ζωή είναι απρόβλεπτη κι έρχεται όντως εκείνο το πρωί που όλοι σου έλεγαν, που ξυπνάς άλλος άνθρωπος και δεν ξέρεις ούτε πώς, ούτε γιατί.
Όλα ωραία μέχρι εδώ, αλλά κάτι σε γαργαλάει· είναι ένα συναίσθημα περίεργο, που δεν ξέρεις πώς να προσδιορίσεις. Είναι ευχάριστο, αλλά και λίγο δυσάρεστο, σε έχει ελαφρύνει αλλά σου πλακώνει και λίγο την ψυχή. Είναι χαρμολύπη, μην πολυσκοτίζεσαι· είναι η χαρά που θα σε πάει μπροστά, αλλά και η λύπη που αναγκαστικά θα βιώσεις αφού λες το οριστικό αντίο σε ένα κομμάτι του εαυτού σου που, ναι μεν σε βάραινε, αλλά όπως και να το κάνουμε κάποτε ήταν πράγματι κομμάτι του εαυτού σου.
Σαν να μεγάλωσες σε μια πόλη που ποτέ δε γούσταρες στ’ αλήθεια, σαν να ονειρευόσουν από παιδί να φύγεις, και μόλις ήρθε η στιγμή να καταφέρεις να το κάνεις σε έπιασε στιγμιαία η καρδιά σου βλέποντας τον ορίζοντα της να ξεμακραίνει στο φευγιό σου. Θα περάσει κι αυτό· ξέρεις, όλα περνάνε. Σχεδόν όλα δηλαδή. Μερικά περνάνε λίγο. Τίποτα όμως δεν πονάει το ίδιο για πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου