Ένα παιδί που γεννιέται, έρχεται στον κόσμο μια μέρα και ξεκινά το ταξίδι του, τόσο αθώο, ευάλωτο και απροστάτευτο, ανέτοιμο για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Κι εσύ, η μαμά, ο μπαμπάς, η θεία, ο αδερφός, η δασκάλα του κι όλοι όσοι θα το αγαπήσουν στο μέλλον προσπαθούν να του μάθουν να επιβιώνει, δίνουν συμβουλές κι ένα σωρό νουθεσίες και προσπαθούν να γεμίσουν την καρδούλα του με καλοσύνη κι αγάπη, το μυαλουδάκι του με σύνεση και λογική και να του υποδείξουν πώς να διατηρεί την ψυχή του ελεύθερη.

Άνθρωποι συνήθως δέσμιοι των επιλογών, των θέλω, των φόβων, των υποχρεώσεών τους συγκεντρώνουν όλη τους την ενέργεια και προσπαθούν καλοπροαίρετα να το προετοιμάσουν για το δύσκολο, άγνωστο και μυστήριο ταξίδι που ξεκινάει γι’ αυτό το αυθεντικό μικρό, πανέμορφο πλασματάκι. Ένα σωρό διδάγματα ειπωμένα από ανθρώπους που οι περισσότεροι παρασυρόμενοι από τη ζωή τους μα πιστά προσηλωμένοι σ’ αυτό το ανιδιοτελές δόσιμο ξεχνούν πως μία σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, ακόμα κι αν το άλλο άτομο είναι παιδί, συνεχίζει να είναι σχέση αλληλεπίδρασης. Καταλήγουν λοιπόν να δίνουν και χάνουν δυστυχώς το πιο ουσιαστικό μάθημα, αυτό που μόνο ένα παιδί είναι ικανό να τους προσφέρει που δεν είναι άλλο από το μάθημα της αυτοσυντήρησης.

Πώς αυτοσυντηρείται όμως ένα παιδί, με τι είδους μηχανισμούς είναι εκ γενετής, εκ φύσεως εξοπλισμένο; Τι είναι εκείνο που καταφέρνει να το διατηρεί χαρούμενο κι ευτυχισμένο; Ο, τι μη σύνθετο, ο, τι απλό, όπως μια αγκαλιά, ένα χάδι, η αγαπημένη του σοκολάτα και πάντα μα πάντα το παιχνίδι με τους φίλους του.

Παρατήρησέ το λίγο, πώς γελάει δυνατά, πώς λάμπουν τα ματάκια του όταν είναι λερωμένο, ιδρωμένο, όταν παίζει κρυφτό, κυνηγητό ή μήλα, όταν τρέχει για να μην το πιάσουν οι φίλοι του, ακόμα κι όταν πέφτει, το πλάσμα αυτό γελάει. Τι κι αν το μάλωσε η μαμά, τι κι αν δεν πήρε καλούς βαθμούς εκείνο τρέχει στο καταφύγιό του να προστατευθεί και βγαίνει ξανά αλώβητο, ακέραιο, ατόφιο. Τρέχει στα παιχνίδια του, στους φίλους του κι έτσι εκτονώνεται. Το παιχνίδι είναι το δικό του μέσο ψυχοθεραπείας. Αυτός είναι ο κόσμος των παιδιών. Και είναι ο πιο όμορφος όντας απλά απλός.

Μα οι μεγάλοι δεν το παίρνουν το μάθημα αυτό που τους δίνουν τα παιδιά. Μένουν μετεξεταστέοι. Κόβονται. Μεγαλώνουν και συνήθως χάνουν την ανεμελιά, την αυθεντικότητα, το χαμόγελό τους. Ξεχνούν πόσο βοηθητικό είναι το παιχνίδι, ξεχνούν την κάθαρση που τους προσφέρει. Σταματούν λοιπόν να παίζουν και θέτουν όλους τους φυσικούς μηχανισμούς αυτοάμυνάς τους σε σιγή. Έτσι από μόνοι τους δυστυχούν.

Γι’ αυτό λοιπόν να παίζεις. Τι κι αν δεν είσαι πια 10, 8 ή 5 χρόνων; Μη σταματήσεις ποτέ. Να ταΐζεις το παιδί που έχεις κι εσύ μέσα σου, να το ακούς, να φροντίζεις τις ανάγκες του, να το προστατεύεις, να εκτονώνεστε εσύ κι αυτό παρέα. Πώς; Να μαζεύεσαι με τους φίλους σου τους πιο αγαπημένους και να κάνετε πάλι τρελές, όπως παλιά. Να αφήνετε στην άκρη κινητά, άγχη, άσχημες σκέψεις και να παίζετε. Να παίζετε κρυφτό, κυνηγητό, μπουγέλο, να κάνετε ζαβολιές, να πασαλείβεστε με παγωτό, να λερώνετε το σπίτι κι όλοι μαζί να καθαρίζετε μετά.

Κι αν οι πλατείες  ή το το τρέξιμο δεν είναι πια για ‘σένα, αν ντρέπεσαι να αφεθείς, αν σκέφτεσαι ότι οι άλλοι θα σε κρίνουν υπάρχει κι άλλη λύση. Μια βραδιά παντομίμας, μια βραδιά καραόκε. Μπορείς να παίξεις monopoly, uno, κλέφτες κι αστυνόμους, όνομα, ζώο, πράγμα, μπουκάλα, θάρρος ή αλήθεια, τι κάνει ο κύριος στην κυρία και η λίστα δεν έχει τελειωμό.

Δεν έχει σημασία ούτε το τι θα παίξεις ούτε το πού θα παίξεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι να διατηρήσεις την παιδικότητά σου για να μπορείς ν’ αδειάζεις από όλα τα αρνητικά. Και δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος από το παιχνίδι. Θυμήσου τον εαυτό σου τότε που ήσουν κι εσύ παιδί. Υπάρχει κάτι άλλο που να σου προσφέρει τόσο μεγάλη εκτόνωση, τόση χαρά; Υπάρχει καλύτερη διασκέδαση; Καλύτερη ψυχοθεραπεία; Αν η απάντηση είναι αρνητική τότε η χαμένη σου αθωότητα δεν είναι χαμένη, είναι κρυμμένη. Και είναι στο χέρι σου να ψάξεις να την βρεις. Παίξε λοιπόν κι αν γυρίσεις στο σπίτι ξεθεωμένος, νηστικός και βρώμικος μην ανησυχείς θα έχεις ξεκούραστη, γεμάτη και καθαρή ψυχή.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου