Γράφει ο Κωσταντίνος Κατσίδης.

Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να γράψω, δεν το χω και πολύ με τις λέξεις έτσι κι αλλιώς.

Βοηθάει το μπουκαλάκι δίπλα στο λάπτοπ που είναι δυο μεζούρες απ’ το τέλος. Όχι ότι τις μετράω, σε ποτήρι του φραπέ τα πίνω πλέον.

Είναι και ο μαλάκας ο Μήτσος που πηδάει τη δικιά του από προχθές και έχουμε χάσει τα ίχνη του. Έρωτας σου λέει.

Οπότε σε ποιον να τα πω;

Σε ποιον να πω μωρή καριόλα, ότι έκανα τρία χρόνια, 4 μήνες, και 6 μέρες για να πω ότι σε έβγαλα από το σύστημα και με το που είπα άντε στο καλό, μου χτύπησες την πόρτα;

Σουβλάκια ζήτησα κι αντί γι αυτό μου ήρθε το παρελθόν μου σε πακέτο.

Στεκόσουν στην είσοδο, με σταυρωμένα χέρια και κατεβασμένο βλέμμα. Και είπες ένα γεια.

Γεια ρε μαλάκα. Τρία χρόνια μετά, στέκεσαι στην πόρτα μου και λες γεια. Τι να το κάνω κούκλα μου;

Τι να την κάνω την τυπική συζήτηση της πλάκας όταν έχεις υπάρξει γυμνή στο κρεβάτι μου;

Τι να την κάνω όταν έχω κλάψει στα πόδια σου για γονείς και ζόρια, όταν μου έχεις πει για τα όνειρά σου, όταν ξέρω πώς πίνεις τον καφέ σου και πώς σου αρέσει να κοιμάσαι;

Ήθελα να σε πλακώσω στα χαστούκια. Θες να τ’ ακούσεις, γι αυτό δεν ήρθες;

Ήρθες να ακούσεις πως είμαι λιώμα, πως δεν την παλεύω, πως συγκινούμαι από την κίνηση σου να το παίξεις Ρωμαίος στα σκαλιά μου.

Ήρθες και άνοιξες όλα μου τα ράμματα.

Ήρθες και ξαφνικά το μόνο που ήθελα να κάνω είναι να σηκώσω το βλέμμα σου από το πάτωμα, γιατί μου είχαν λείψει τόσο αυτά τα μεγάλα θλιμμένα σου μάτια.

Ήρθες και είπες ένα γεια και σαν καλός μαλάκας είπα άλλο ένα κι εγώ.

Τι κάνεις, καλά ευχαριστώ εσύ, κι άλλες τέτοιες γελοίες μαλακίες που δεν μας πάνε και δεν μας πήγαν ποτέ.

Κι ακριβώς επειδή ποτέ δεν μας πήγαν, σου έδωσα πέντε λεπτά που τα μετρούσα ένα ένα, λες και ήταν βόμβα έτοιμη να εκραγεί.

Πέντε λεπτά τα οποία επέλεξες να στείλεις στα αζήτητα, γιατί δεν είχες τα αρχίδια να μου πεις αυτό που πραγματικά ήθελες.

Γι’αυτό και σε έδιωξα.

Ακούς ρε Μητσο; Την έδιωξα ρε μαλάκα. Και τώρα κάθομαι και πίνω σαν τον τελειωμένο και γράφω ρομαντικά κειμενάκια σαν τις γκόμενες που κράζουμε.

Ναι μωρό μου σε έδιωξα, γιατί σε κράτησα μέσα μου τόσο καιρό, που πια δεν είχα τίποτα άλλο να περιμένω.

Σε έδιωξα γιατί η συγγνώμη δεν αρκεί να βγαίνει από μάτια κατεβασμένα στο πάτωμα, ούτε να το ζορίζουμε τόσο.

Δεν είναι τιμωρία η συγγνώμη κι αν σου πήρε τρία χρόνια για να βγει, άργησες.

Δε σε αγκάλιασα ούτε σε φίλησα, θα ήταν άλλωστε πολύ κινηματογραφικό για το δικό μας τσίρκο.

Κι αν ποτέ σε ξαναδώ στο δρόμο, να στρίψεις από την απέναντι γωνία, γιατί δε θέλω να ξαναδώ τα μάτια σου.

Γιατί τα αγάπησα πολύ ο μαλάκας και γιατί ήσουν η γυναίκα της ζωής μου.

Μιας ζωής που άργησε μια συγγνώμη.