Εμείς οι άνθρωποι είμαστε περίεργα πλάσματα. Μισούμε τις ταμπέλες, τις κατηγορίες, τους διαχωρισμούς και τις διακρίσεις -όταν τις κάνουν οι άλλοι σε εμάς προφανώς- αλλά ταυτόχρονα λατρεύουμε να βάζουμε ταμπέλες εμείς στους άλλους. Έτσι, όταν μας αρέσει κάτι, θέλουμε να δείξουμε σε όλον τον κόσμο πως είναι δικό μας, θέλουμε να του βάλουμε μια τεράστια φωτεινή επιγραφή με το όνομά μας, να πάρουμε ένα μεγάφωνο και να το φωνάξουμε δυνατά, για να μην τολμήσει κανείς άλλος να το ακουμπήσει.
Δηλώνω ένοχη λοιπόν. Ένοχη γιατί προσπάθησα να σηκώσω μια ταμπέλα πολύ βαριά για ‘μένα και τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να πέσω κάτω. Η ίδια μου η ταμπέλα με πλάκωσε και τώρα γελάω νευρικά από τα πατώματα, γιατί ξέρω πως έπρεπε απλώς να περιμένω. Δεν έπρεπε να κάνω τίποτα απολύτως. Μόνο υπομονή. Μέχρι να βρεθούμε στο ίδιο σημείο και να την ανεβάσουμε μαζί την ταμπέλα που θα γράφει «μαζί» για να μάθει όλος μας ο κόσμος πως είσαι δικός μου.
Εγώ όμως βιάστηκα, γιατί δεν είχα υπομονή να σε περιμένω λίγο ακόμα. Βιάστηκα μάτια μου, να σε πω «δικό μου». Αυτή ήταν η βλακεία μου κι αυτό ήταν που σε τρόμαξε και σε πήρε μακριά. Νιώθω σαν την τρελή ψυχοπαθή που έχει γεμίσει ένα δωμάτιο με φωτογραφίες του προσώπου που την τρέλανε. Εσύ είσαι το πρόσωπο. Κι ένα «μου» άνοιξε την πόρτα του δωματίου κι είδες όλες τις φωτογραφίες σου κι έτρεξες να γλυτώσεις. Και καλά έκανες, δε σε αδικώ.
Βιάστηκα ν’ αρχίσω να δικαιολογώ, βιάστηκα να κάνω πιο ‘κει στον καναπέ για να χωρέσεις κι εσύ, βιάστηκα κι άρχισα ν’ αφήνω ξεκλείδωτη την πόρτα μου τα βράδια. Πίστεψα πως ήσουν όντως «δικός μου» κι άρχισα να μονοπωλώ όλες τις κουβέντες μιλώντας για ‘σένα κι εμένα. Το όνομά σου έγινε σε όλους κουραστικό, γιατί μόνο άκουγαν γι’ αυτό αλλά δεν έβλεπαν ποτέ τον άνθρωπο στον οποίο αναφερόταν. Βιάστηκα να ξεκινήσω σχέδια για δύο, έκλεισα τα μάτια σε όσα έδειχναν πως προτρέχω, δε σε άκουγα καν να μου φωνάζεις να σταματήσω.
Βιάστηκα να τρέξω στο μέλλον κι έχασα τη στιγμή. Δεν πρόσεξα τα σημάδια που μου έριχνες, δεν άκουγα τι έλεγες, ζούσα στον κόσμο μου και πραγματικά πίστευα πως σε είχα κι εσένα εκεί μαζί μου. Έκλεψα στις πίστες και πήγα κατευθείαν στην τελική, εκεί που ο ιππότης σώζει την πριγκίπισσα. Δε μάζεψα όμως αρκετές ζωές και χρυσά φλουριά για να καταφέρω να τερματίσω. Κι όπως ήταν λογικό έχασα και βρέθηκα τώρα πάλι πίσω στην αρχή σ’ ένα παιχνίδι που φτιάχτηκε για δύο αλλά εγώ ξέμεινα χωρίς συμπαίκτη.
Τη δέχομαι την ήττα μου γιατί δεν ακολούθησα τη σωστή σειρά των βημάτων. Χρειαζόμασταν χρόνο για καβγάδες, χρόνο για αλήθειες και ψέματα, χρόνο μαζί. Αλλά εγώ βιάστηκα. Ρίσκαρα κι έχασα. Πήδηξα μερικά σκαλιά δυο-δυο και δεν κοίταξα πίσω ποτέ να δω αν με προλαβαίνεις. Βιάστηκα ν’ ανέβω στην κορυφή και να φωνάξω παντού πως είσαι «δικός μου». Έφτασα πάνω, πήγα να σε δείξω σε όλους αλλά δεν ήσουν εκεί. Και με κορόιδεψαν γιατί νόμιζαν πως σε φαντάστηκα. Αν ήμουν στη θέση τους κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Γέλα, γέλα.
Λάθος μου που προσπάθησα να ξεγελάσω το χρόνο. Κι αυτός γέλασε μαζί μου που τόλμησα έστω και να σκεφτώ πως θα μπορούσα να το κάνω. Ο χρόνος μπορεί να λειτουργεί πάντα θετικά, να λύνει προβλήματα και να κλείνει πληγές αλλά έτσι και πας να του τη βγεις ύπουλα, θα σ’ εκδικηθεί πριν προλάβεις να σκεφτείς τι ώρα είναι. Σκόνταψα λοιπόν κι έφαγα τα μούτρα μου, έπεσα απ’ τις σκάλες με τέτοια φόρα που ούτε πρόσεξα πού βρισκόσουν εσύ.
Κατηγορώ λοιπόν τον υπερβολικό μου ενθουσιασμό, την ανυπομονησία μου κι εσένα για το παιχνίδι που έχασα τόσο πανηγυρικά. Γιατί μπορεί εγώ να βιάστηκα αλλά έφταιγες κι εσύ που με άφησες να πάω μπροστά και να πιστέψω πως μπορώ να σε καθοδηγήσω κι ό,τι κι αν συνέβαινε ήσουν εκεί για να με καλύψεις. Κι αν το έγκλημά μου ήταν πως βιάστηκα, θα δεχτώ την τιμωρία μου και θα ξεκινήσω το παιχνίδι αυτό πάλι από την αρχή. Με έναν όρο όμως. Θα παίξεις μαζί μου;