Ο Πάρης δεν άφησε λεπτό την Αλίκη. Χορεύανε συνέχεια. Η Ματίνα είχε αφήσει τους υπόλοιπους και μιλούσε ασταμάτητα με τον μπάρμαν. Η Ναταλία είχε χαθεί εδώ και ώρα μέσα στον κόσμο. Πού και πού ερχόταν στο μπαρ, έπαιρνε ποτό και ξαναχανόταν στο πλήθος.
Ο Φώτης δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Ήταν ποτέ δυνατόν; Το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος για χρόνια στο σχολείο ήταν εκεί με τον κολλητό του. Και το κορίτσι του μετρό που τον έκανε να χάσει για λίγο το μυαλό του και να βγάλει όλη την ανασφάλειά του στη φόρα, βρισκόταν εκεί.
Αυτός καθόταν στο μπαρ, μόνος του, χαμένος στις σκέψεις του. Κάπνιζε ασταμάτητα και κατέβαζε το ένα σφηνάκι μετά το άλλο. Κάποιοι θα ισχυρίζονταν πως το βράδυ εκείνο θα μπορούσε να είναι η τέλεια νύχτα. Μάλλον ήταν η φαινομενικά τέλεια. Όταν το κενό κάνει εκ νέου την εμφάνισή του, τίποτα δε φαντάζει υπέροχο. Ακόμα κι αν όλα γύρω δείχνουν φαντασμαγορικά. Όταν το μυαλό σου δε σου το επιτρέπει, όταν η καρδιά σου χτυπά σαν να τρέχει σε Μαραθώνιο, δεν μπορείς να χαρείς τίποτα.
Πάρης: Φωτάκο εγώ φεύγω με την Αλίκη. Θα με πάει αυτή. Ξέρεις. Προσεκτικά στο δρόμο, φίλε.
Ο Φώτης δεν ήταν πολύ καλά. Κάτι η στεναχώρια, κάτι το ποτό, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Απλά άκουγε.
Φώτης: Τι; Πού πας ρε; Καλά, καλά κάνε ό,τι θες.
Πάρης: Δε θα μου ευχηθείς καλή διασκέδαση;
Φώτης: Ε; Ναι. Καλά να περάσεις.
Πάρης: Φιλαράκι, είσαι σίγουρα καλά;
Φώτης: Ναι, άντε φύγε τώρα.
Οι ώρες πέρασαν και το μαγαζί άδειασε. Ο Φώτης ήτανε μεθυσμένος πια. Ο φίλος τους ο μπάρμαν τον πλησιάζει.
– Φώτη μου κλείνουμε. Δεν πας σιγά-σιγά σπίτι;
– Ε;
– Εγώ θα φύγω με τη Ματίνα. Μπορείς σίγουρα να οδηγήσεις;
– Τι; Ε; Ναι ρε κάνε ό,τι θέλεις. Δε φεύγεις κι εσύ να τελειώνουμε;
– Ναι Φωτάκο. Θα σε παρακαλούσα να πετάξεις τη Ναταλία μέχρι το σπίτι της Αλίκης.
– Ποια είναι η Ναταλία;
Τότε γυρίζει και τη βλέπει δίπλα του. Τα ’χασε για μερικά δευτερόλεπτα. Σηκώνεται και παίρνει σοβαρό ύφος.
– Θα την πάω. Και μη με ξαναπείς Φωτάκο.
Βγήκαν έξω. Το αεράκι ήταν δροσερό. Όλα γύρω ήταν ήσυχα. Η θάλασσα ήρεμη και τα φώτα μαγικά. O Φώτης πλησίασε στη θάλασσα κι έκλεισε τα μάτια. Ήθελε να νιώσει τον άνεμο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Η επήρεια του ποτού δεν είχε εξαφανιστεί. Η Ναταλία τον κοίταζε περιμένοντάς τον να φύγουν. Εκείνος άρχισε να της μιλά ασυνάρτητα με ένα ύφος που πρόδιδε έντονη απαισιοδοξία κι απογοήτευση.
– Για κοίτα. Βλέπεις τα φώτα απέναντι; Καμιά φορά απλώνω τα χέρια και νομίζω πως θα τα αγγίξω. Η Τουρκία είναι σε απόσταση αναπνοής. Κι όμως μας χωρίζει μια θάλασσα. Μας χωρίζει μια ολάκερη θάλασσα, έτσι δεν είναι;
– Ναι, μας χωρίζει μια θάλασσα. Φωτάκο είσαι σίγουρα καλά; Θέλεις να οδηγήσω εγώ, θέλεις να πάρω κάποιον τηλέφωνο; Θα μπορούσαμε να πάρουμε και ταξί.
– Μη με λες έτσι. Πού το άκουσες και το λες; Με ποιο δικαίωμα με λες Φωτάκο; Μήπως με ήξερες κι από χθες;
– Φώτη δεν είσαι καλά. Τι λες;
– Εγώ όμως σε ήξερα, αλλά εσύ δε με θυμάσαι. Τι αφελής που είμαι. Βλέπω ανθρώπους και φτιάχνω ιστορίες στο μυαλό μου κι εσύ δε με θυμόσουνα καν.
Η Ναταλία παρακολουθεί σοκαρισμένη τον Φώτη, μην ξέροντας πώς έπρεπε να αντιδράσει.
– Αυτό μου το είπες και πριν. Από πού πρέπει να σε ξέρω δηλαδή;
– Δεν ήμουν εγώ που σου έδωσα τα κλειδιά σου όταν σου πέσανε στο μετρό;
Η Ναταλία χαμογέλασε με εκείνο το ίδιο ακριβώς χαμόγελο που είχε αναστατώσει παλιότερα τον Φώτη. Έπειτα, έσκασε στα γέλια.
– Εσύ ήσουν;
– Ναι, γιατί γελάς;
– Κι έπρεπε εγώ να σε θυμάμαι; Και που με θυμάσαι εσύ, περίεργο μου φαίνεται.
Ο Φώτης πήγε να απαντήσει μα η Ναταλία δεν τον άφησε.
– Φωτάκο; Και μην πεις τίποτα. Σε λέω έτσι επειδή θέλω να σε λέω. Λοιπόν Φωτάκο, πάμε μια βόλτα να σου εξηγήσω ένα-δυο πραγματάκια; Βασικά δε σε ρωτάω, προχώρα.
Άρχισαν να περπατούν. Η Ναταλία είχε καταλάβει πολλά απ’ την παράξενη συμπεριφορά του Φώτη. Τον είχε ψυχολογήσει. Κατάλαβε ακριβώς τι συνέβαινε. Ο δρόμος τους οδήγησε στην παραλία του Ομίλου. Κάθισαν κάτω στις πέτρες και συνέχισαν την κουβέντα που είχαν αρχίσει στη διαδρομή. Η Ναταλία είχε εκμεταλλευτεί λίγο τη μέθη του –η οποία σιγά-σιγά υποχωρούσε– και τον έκανε να μιλάει ασταμάτητα και να λέει αλήθειες.
– Έτσι νιώθω, Ναταλία. Ενώ έχω τόσα πολλά να δώσω και πραγματικά το πιστεύω αυτό, δε μου βγαίνει. Δεν μπορώ. Αδυνατώ. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Φοβάμαι.
– Φοβάσαι να νιώσεις λοιπόν.
– Όχι δε φοβάμαι να νιώσω, φοβάμαι να το εκφράσω. Μεγάλη διαφορά.
– Έτσι κάνετε ρε γαμώτο. Φοβάστε και μετά φταίμε εμείς. Κωλώνετε και μετά αναρωτιέστε τι κάνουμε με τον άλλο. Και το χειρότερο; Έχετε την τάση να τα κάνετε όλα τραγικά. Κι ήθελες να σε θυμάμαι κιόλας, καημένε. Δυο κουβέντες παραπάνω να έλεγες κι ίσως να σε θυμόμουνα.
– Ίσως…
– Ναι ίσως. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα τώρα. Το πρόβλημά μας, Φωτάκο, είναι ότι φοβάστε να τσαλακωθείτε και να σπάσετε τα μούτρα σας. Και μένετε στο τέλος να υποφέρετε περισσότερο απ’ την απραξία σας και να πλάθετε ιστοριούλες με το μυαλό σας. Να κάνετε τα πράγματα περισσότερο πολύπλοκα απ’ ό,τι είναι. Καμιά γυναίκα δεν κοροϊδεύει έναν άντρα που τόλμησε να τη διεκδικήσει. Μπορεί να τον απορρίψει, το δέχομαι αυτό. Αλλά τον σέβεται γιατί είχε τ’ αρχίδια να την πλησιάσει. Να το θυμάσαι αυτό. Και να ξέρεις, είναι ξενέρωτο να φλερτάρεις επειδή είσαι μεθυσμένος. Δεν είναι μαγκιά αυτό.
Ο Φώτης έμεινε να την κοιτά έκπληκτος. Γι’ άλλη μια φορά έσβησε.
– Δεν είμαι μεθυσμένος.
– Τώρα όχι πια. Γενικά μιλάω. Με σύγχυσες πάλι. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Δε σε λέω Φωτάκο επειδή το άκουσα απ’ τους άλλους. Σε λέω έτσι επειδή είναι σαν να σε ξέρω. Άκουσα τόσα πολλά για’ σένα απ’ την Αλίκη. Ξέρω ότι ήσουν ερωτευμένος μαζί της. Κι αυτή ήταν. Αλλά δεν έκανες ποτέ, τίποτα. Μόνο έτρεμες. Καημένε, ε καημένε.
Ο Φώτης δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Του ήρθαν όλα απότομα. Σταμάτησαν να μιλάνε. Μόνο άπλωσαν πάνω στα χαλίκια κι έβλεπαν τον ήλιο να αναδύεται απ’ τη θάλασσα. Ξημέρωνε.
Καθώς ξάπλωναν στην ερημική παραλία τους απόσπασε ο ήχος τακουνιών. Γύρισαν κι αντίκρισαν μία κοπέλα μες στην τρελή χαρά, βαμμένη, στολισμένη. Φορούσε γυαλιά ηλίου. Πέρασε από δίπλα τους και κάθισε λίγο παραπέρα με μια φίλη της. Ο Φώτης έσκασε ένα ηλίθιο χαμόγελο εκείνην την ώρα.
Η κοπέλα μιλούσε στη φίλη της.
Μαρία: Εγώ είπα σου το ότι έπρεπε να φέρεις γυαλιά. Εν ότι πρέπει μετά το club. Μείνε τωρά να σου φακκά ο ήλιος.
Ο Φώτης δεν καταλάβαινε τι έλεγε.
Φώτης: Τι λέει;
Ναταλία: Απ’ την Κύπρο είναι η κοπέλα, Φώτη μου.
Φώτης: Για δες τι βγάζει η Κύπρος.
Ναταλία: Για να σε δω, Φωτάκο.
Φώτης: Τι; Τι λες; Λες να; Αυτό λες;
Ναταλία: Αυτό λέω, Φωτάκο. Έφυγες.
Ο Φώτης σηκώνεται μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ΄ αυτιά και πλησιάζει το κορίτσι. Ήτανε σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν το πολυσκέφτηκε. Κι αν δεν του δώσει σημασία, τι έγινε; Ναι, τώρα πια ήταν σίγουρος.
Φώτης: Κύπρια είσαι;
Μαρία: Χριστέ μου, γιατί όλοι ρωτάνε το ίδιο πράγμα;
Ο Φώτης άρχισε να της μιλά για κάμποση ώρα. Κάποια στιγμή είδε τη Ναταλία όρθια να τον χαιρετάει. Θα έφευγε. Ήταν πια επτά το πρωί. Εστίασε πάνω της και της έσκασε ένα χαμόγελο, ίσως το πιο αληθινό που είχε να της προσφέρει. Η Ναταλία το ανταπόδωσε κι εξαφανίστηκε.
Ο Φωτάκος γύρισε πάλι στο μέρος της Μαρίας και συνέχισαν τη συζήτηση.
Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη