Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Χατζοπούλου Ευθαλία.

 

Ιούλιος 2014 και μαζί με τον ήλιο που ξεμυτίζει κάθε πρωί, έτσι μπήκε κι εκείνο το αγόρι στη ζωή μου. Έτσι, σαν ένας λαμπερός ήλιος που έκαιγε το κορμί μου από έρωτα. Μαζί με χαμόγελα, πολλά χαμόγελα και αληθινά. Α! Και φιλιά. Αληθινά με αυτά από αυτά που καίνε το στόμα σας. Εκείνο το βράδυ μύριζε βότκα και Marlboro. Τα φιλιά του όμως μύριζαν έρωτα.

Τα πρωινά μας δε ήταν πιο ονειρικά κι από τα πιο καλομελετημένα όνειρα. Έμοιαζαν με αυτά τα πρωινά που έχεις συνδέσει την τέλεια ευτυχία. Ήρεμο νησί, απέραντη γαλάζια ακτή, κοκτέιλ και αγκαλιές. Το φως που ξεγλιστρούσε από τις γρίλιες ήταν το μοναδικό ξυπνητήρι μας. Άνοιγα πάντα πρώτη τα μάτια κι έμενα εκεί για κάμποση ώρα να του ψιθυρίζω στο αυτί. Έλεγα για τον έρωτά μου με τα μάτια του, τα φρύδια του, τα χείλη του, τα δόντια του, το χαμόγελό του -όταν χαμογελάει μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο ευτυχισμένο σκεφτόμουν κάθε φορά που χαμογελούσε. Του έλεγα και του ψιθύριζα ώσπου κάποτε ξυπνούσε κι αυτός.

Οι μέρες περνούσαν και τα μάτια μας έλαμπαν. Οι κήποι είχαν ανθίσει για εμάς, οι κύκνοι άνοιγαν τα φτερά τους για να με κάνουν να χαμογελάσω κι αυτός να με ερωτευτεί λίγο παραπάνω. Περπατούσαμε στα σοκάκια δίπλα στη θάλασσα και στρώνονταν τα τραπέζια με κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα για να καθίσουμε. Με έπιανε σφιχτά από το χέρι λέγοντάς μου «Σ’αγαπώ, θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»

Τα πάρκα ήταν πιο πράσινα από ποτέ και ο ήλιος έλαμπε μόνο για εμάς. Τρέχαμε στους δρόμους αγκαλιασμένοι. Είναι μεγάλοι οι δρόμοι αυτής της πόλης και πλατείς να περνάει ο έρωτας σαν χείμαρρος. «Σε λατρεύω» του έλεγα, κοιτώντας τα εκθαμβωτικά του μάτια.

Ξέρετε, υπάρχουν μάτια και μάτια. Μάτια που κοιτάς και προσπερνάς, μάτια που ξεχνάς ότι κάποτε τα κοίταξες, μάτια άδεια. Κι είναι και μερικά μάτια, μεγάλα, με κάτι μαύρες λαμπερές μπίλιες που σε καρφώνουν στην καρδιά. Μάτια που σε ακολουθούν παντού κι αξιώνουν σκέψεις όπως: «Σε περίμενα, θα μείνεις;»

Το σώμα του είχε αλλάξει σχήμα, οι κινήσεις του δε θύμιζαν τίποτα παλιό. Έμοιαζε να τον γνωρίζω από την αρχή κι αυτός εμένα. Το κρεβάτι ήταν μικρό και γκρίνιαζε συχνά πως δεν κοιμάται καλά, αλλά ακόμα κι οι τοίχοι έβλεπαν πως χαιρόταν σα μικρό παιδί έτσι που ήμασταν στριμωγμένοι κι αγάπη μας κάπου μπλεγμένη στα παπλώματα.

Τα πρωινά έβγαινε στο παράθυρο, κοιτούσε τον ήλιο, γελούσα και μου τραγουδούσε. Τα απογεύματα βγαίναμε φωτογραφίες, τέσσερις κάθε φορά. Σε όλα τα αυτόματα μηχανήματα που βρίσκαμε μπροστά μας. Μας κυνηγούσε όμως ο ήλιος. Κι από αυτόν δε θέλαμε να ξεφύγουμε. Τα βράδια χορεύαμε στα στενά. «Δε μου αρέσουν αυτά τα μέρη» μου έλεγε, «αγκάλιασέ με» του έλεγα εγώ.

Λουλούδια έπεφταν από τον ουρανό κι αυτός μου έφτιαχνε κολιέ με πρασινάδες και άσπρα ανθάκια. «Ω, μάτια μου, γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τόσο χαρούμενοι όσο είμαστε εμείς;» αναρωτιόμουν εγώ. «Μη φεύγεις» του έλεγα ύστερα, «μείνε λίγο ακόμα».

Μα αυτή τη φορά δεν ήταν ένα απλό υπεραστικό, όπως τότε που αφήναμε τα λεωφορεία να φεύγουν κι εμείς να παίρνουμε πάντα το τελευταίο ή αυτό της επόμενης μέρας ή της παραεπόμενης, τι μας ένοιαζε; «Άσε τη μαμά σου να φωνάζει» του έλεγα. Πάντα το ήξερα άλλωστε πως μόλις τη γνώριζα, θα τη συμπαθούσα, θα το έβλεπε πόσο τον αγαπούσα τον μονάκριβό της.

Φεύγοντας αγόρασα μία γόμα και άρχισα να σβήνω. Αυτός άργησε να έρθει. Εγώ έμεινα να περιμένω..
3 μήνες αργότερα:

έλα να ξαπλώσεις λίγο δίπλα μου μη φοβηθείς, δεν είμαι θυμωμένη
θέλω να κοιταχτούμε λίγο χωρίς να μιλάμε
κι ύστερα θέλω να σου κλείσω τα μάτια
θέλω να σου δώσω μια στιγμή τα δικά μου
θέλω να δεις μια φορά όλα όσα βλέπω
μια αγάπη που άφησες ανυπεράσπιστη από το πρώτο λεπτό
παρατημένη σ’εκείνο το παγωμένο παγκάκι όπου γεννήθηκε
έναν έρωτα με τη γλώσσα έξω, εξαντλημένος να προσπαθεί να γίνει κανονικός
κάποια γενέθλια που τα κεριά έσβησαν δυο φορές, όχι, όχι για τις φωτογραφίες
αλλά γιατί οι τούρτες ήταν δύο κι εσύ δεν ήξερες ποια ευχή να διαλέξεις
να δεις ξένα πόδια να ανοίγουν διάπλατα μπροστά σου
κι ένα κρεβάτι άδειο, να περιμένει εσένα
να δεις μηνύματά σου με άλλους παραλήπτες
να δεις να με προδίδεις ξανά και ξανά για λίγη επιβεβαίωση (αυτήν που ποτέ δεν σου έδωσα εγώ)
να δεις ένα Πάσχα, ένα αντίο, ένα φθινόπωρο, άλλο αντίο
και έπειτα να δεις πως μ’ αγάπησες τάχα και ξαναφοβήθηκες το βαρύ χειμώνα
να δεις ένα κόκκινο τηλέφωνο και κέρματα να πέφτουν άσκοπα μήπως απαντήσεις
μα δεν απάντησες ποτέ, κάτι απόμακρες φωνές ακούστηκαν μονάχα, καμιά η δική σου
θέλω να δεις πόσο μακριά σου είμαι πια
ούτε με το βλέμμα δεν μπορείς να με αγγίξεις
μα πιο πολύ θέλω να δεις ποιος ήταν αυτός που με έδιωξε
και να τον μουτζώσεις με όλο σου το είναι
σου τα δανείζω για λίγο τα μάτια μου μωρό μου
γιατί δε θα μπορέσω αλλιώς να καταλάβω…

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ευθαλίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!