Έχεις σκεφτεί τον εαυτό σου στη θέση του γονέα; Αν η ερώτηση είναι ναι, τότε συνέχισε την ανάγνωση, γιατί έχω να κάνω αρκετές ακόμα. Θα μοιάζεις στους δικούς σου γονείς ή μήπως ιδανικά θα ήθελες να κρατήσεις τα δικά τους καλά στοιχεία και να αποφύγεις όσα κάνουν εκείνοι και σε νευριάζουν;

Όποια κι αν είναι η απάντηση, είναι σίγουρο πως κανείς μας δε θα μπορέσει να αντισταθεί στον πειρασμό της ακόλουθης λίστας, που μοιάζει με λαχταριστό γλυκό με απαγορευτικά πολλές θερμίδες. Ξέρεις ότι δε χρειάζεται να το φας, όμως τελικά θα το απολαύσεις και μάλιστα χωρίς τύψεις κι ενδοιασμούς.

 

1. Φοβάμαι πως θα κάνουμε κι εμείς 387 αναπάντητες μέχρι να δώσει ο συνδρομητής μία απάντηση.

Φυσικά όταν δε σηκώνουμε το τηλέφωνο στους γονείς μας, το λιγότερο που μπορεί να έχει συμβεί είναι απαγωγή, αν όχι ληστεία ή τρίτος παγκόσμιος. Το σίγουρο είναι πως δε θα σταματήσει να χτυπάει το ρημάδι, μέχρι να δοθεί μία απάντηση, συνοδευμένη με μία πειστική δικαιολογία -που ποτέ δε θα είναι αρκετή- για τις κλήσεις που δεν απαντήθηκαν.

 

2.  «Τι ώρα θα γυρίσεις;»· αυτή η ερώτηση-μάστιγα.

Αν νομίζεις πως δε θα υποκύψεις σ’ αυτήν τη δελεαστική ερώτηση, που πάντα θα έχει μία αναληθή απάντηση, τότε συγχαρητήρια για την αισιοδοξία σου. Φαντάζομαι πως θα ανησυχούμε το ίδιο, όπως κι εκείνοι και θα θέλουμε να μάθουμε τι ώρα υπολογίζει να γυρίσει το παιδί μας στο σπίτι. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά για να ξέρουμε από τι ώρα και μετά επιτρέπεται να ξεκινήσουμε με τις αναπάντητες κλήσεις.

 

3. «Χρειάζεσαι κι άλλο φαγητό;» «Όχι!» «Εντάξει, σου βάζω λίγο ακόμα.»

Όταν στη συζήτηση μπλέκεται το φαγητό, τότε δεν υπάρχει καμία απάντηση που μπορεί να καλύψει έναν γονιό, αν δεν είναι αυτό που ο ίδιος θέλει να κάνει. Πάντα θα πιστεύει ότι πρέπει να φας λίγο ακόμα, για να σε κρατήσει και φυσικά δε θα γλιτώσεις από την επίδειξη τάπερ, που από μέσα βγαίνει κι άλλο ένα κι ακόμη ένα, φυσικά με γενναία ποσότητα φαγητού μέσα.

 

4. «Ζακέτα να πάρεις και να βάλεις το φανελάκι μέσα απ’ το βρακί να μην κρυώσεις. Τι εννοείς δε φόρεσες φανελάκι; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; Τέτοια αλητεία πια στην ίδια σου τη μάνα; Θες να με πεθάνεις;»

Εδώ μπορεί άνετα να γραφτεί ένας ατελείωτος μονόλογος, που πολύ φοβάμαι θα ‘ρθει η μέρα που θα τον μουρμουρίσουμε κι εμείς.

 

5. «Αν θέλεις μου λες…»

Αλλά ξέρεις πως δεν το εννοούν, γιατί στην πραγματικότητα θέλουν να τα ξέρουν όλα. Στην καλύτερη περίπτωση θέλουν απλώς να είναι ήσυχοι, να ξέρουν την αλήθεια και να θεωρούν πως έχουν τον έλεγχο. Και στη χειρότερη περίπτωση, για να ανακατευτούν στη ζωή σου. Μεγαλώνοντας τους καταλαβαίνουμε, αλλά πάντα θα προσπαθούμε να ξέρουν μέχρι εκεί που εμείς θέλουμε.

 

6. Τα «όχι» που μας είπαν και τα όρια, που -τουλάχιστον- προσπάθησαν να μας βάλουν.

Μας τσαντίζουν, μας νευριάζουν, μαλώνουμε, αλλά είναι αναγκαία τα όρια και ξέρουμε ήδη πως δε θα ξεφύγουμε από αυτήν την παγίδα που κάποτε μας έστησαν. Κάθε φορά που ένα θέλω μας, βρίσκει τοίχο και ακούμε αυτό το οριστικό και αμετάκλητο «όχι», τα μάτια μας γίνονται χρωματιστά κουμπιά και τα νεύρα μας τσατάλια.

 

7. Ο ένας θα είναι αυστηρός κι ο άλλος θα κακομαθαίνει.

Σαν το γεφύρι της Άρτας, που ολημερίς το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν. Ε, κάπως έτσι είναι οι περισσότερες οικογένειες, ο ένας βάζει πρόγραμμα κι ο άλλος κάνει τα χατίρια. Ίσως εκεί κρύβεται μία εύθραυστη ισορροπία που μάλλον θα προτιμήσουμε κι εμείς, αλλά αυτό που ο ένας γονιός, μας έστελνε στον άλλον για να παρθεί μία απόφαση, πάντα θα κάνει κομφετί το νευρικό μας σύστημα.

 

8. Υποψιάζομαι πως θα παινεύουμε κι εμείς τα παιδιά μας μπροστά στον κόσμο.

Κι ας είναι ακόμα νωπές οι θύμησες από τους γονείς μας, να καμαρώνουν σαν σωστές κουκουβάγιες για τα κατορθώματά μας. Ακόμα κι αν το τελευταίο πράγμα που κάναμε σωστά, είναι να σηκωθούμε και να βάλουμε μόνοι μας ένα ποτήρι νερό.

 

9. Λογικά θα ‘ρθει και η δική μας σειρά, να προσποιηθούμε ότι τα παιδιά μας δεν ανεβαίνουν σε μηχανάκια και δεν μπαίνουν σε ξένα αυτοκίνητα, όπως τα συμβουλεύσαμε.

Και μάλλον θα δώσουμε τη γνωστή οδηγία, να καταναλώνουν αλκοόλ αποκλειστικά σε εμφιαλωμένη μορφή κι ας μην το άκουσε ποτέ κανείς αυτό. Κι ας έχουν θησαυρίσει οι βιομηχανίες της βότκας και του gin, εμείς θα σκεφτόμαστε πως δεν πάνε χαμένα αυτά που λέμε κι επ’ ουδενί δε θα μυρίζουμε την ανάσα τους, όταν γυρίζουν από βραδινή έξοδο.

 

10. «Πάλι με αυτό το διάβολο ξενυχτάς;»

Όπου διάβολος, μπορείς να τοποθετήσεις όλων των ειδών τις ηλεκτρονικές συσκευές. Θες laptop; Τους ενοχλεί. Θες κινητό; Τους τρελαίνει. Θες σταθερό υπολογιστή; Μας κατεβάζουν το γενικό. Δεν υπάρχει σωτηρία και το πιο αστείο απ’ όλα είναι, ότι οι ίδιοι μας έχουν αγοράσει αυτό το διάβολο, σε μία στιγμή αδυναμίας.

 

Τους αγαπάμε, τους εκτιμάμε, τους φροντίζουμε, αλλά μας νευριάζουν και αυτά δεν είναι κακό να γίνονται. Να μη μας φοβίζουν τα νεύρα και οι τσακωμοί, αλλά η αδιαφορία και η σιωπή, ειδικά στη σχέση μεταξύ των γονιών και των παιδιών.

Συντάκτης: Ελεάννα Μαυροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου