Ο έρωτας έρχεται στη ζωή μας με διάφορες μορφές και σε διάφορες στιγμές, ακόμα και εκεί που δεν τον περιμένεις. Κυρίως εκεί. Πάντα ψάχνεις τρόπο να τον εκφράσεις, να μεταφράσεις σε λέξεις όλα αυτά τα συναισθήματα που νιώθεις γιατί πιστεύεις ότι αν δεν τα πεις, θα σκάσεις. Ωστόσο, ποτέ δε βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις, δε βρίσκεις αυτό το κάτι που να σε εκφράζει απόλυτα, που να ταυτίζει το μέσα σου με τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα σου.

Κάθεσαι και κοιτάζεις έξω από το παράθυρο. Κάπως ψάχνεις τι να πεις, πώς να το εξηγήσεις κι είναι σαν να ξεπλένεται κάπως η ντροπή των όσων δεν είπες στο κρύο νερό της βροχής. Αναγέννηση. Πάλι όμως, υπάρχει εκείνη η ενόχληση στο στομάχι που δε σ’αφήνει να βρεις ησυχία, ένα αίσθημα ότι χάνεις κάτι που ίσως καν δε σου ανήκει, μια πληγωμένη αξιοπρέπεια που δεν την έβλαψε κάτι συγκεκριμένο, ένας έρωτας που χάθηκε πριν αρχίσει.

Πού να βρεις λέξεις να το εκφράζουν αυτό; Τα περισσότερα τραγούδια και ποιήματα που γνωρίζουμε εξυμνούν τη χαρά που φέρνει στις ζωές μας ο έρωτας, το πώς μας κάνει να πετάμε στα ουράνια και να νιώθουμε ότι έχουμε βρει το άλλο μας μισό στα μάτια του συντρόφου μας. Αντίθετα, με το ίδιο πάθος τραγουδούν για το χωρισμό, για το τέλος που δε θέλαμε αλλά ήρθε. «Μα καλά, κανείς δεν πόνεσε από κάτι που δεν υπήρξε;» αναρωτιέσαι.

Και τότε πέφτει το βλέμμα σου σε ένα μικρό βιβλιαράκι με ποιήματα, το ανοίγεις και διαβάσεις τυχαία έναν στίχο «Πέρασεν όπως περνούνε όσα δε θα ξαναρθούνε» και κάτι κάνει έναν κλικ μέσα σου, σαν να κούμπωσε, σαν να βρήκε το μέσα σου λέξεις για να βγει έξω.

Ο Μήτσος Παπανικολάου, που ανήκε στη γενιά του 1920- μεταπολεμική γενιά, υπήρξε πάντα εκφραστής όλων αυτών των συναισθημάτων που μας έπνιγαν και δεν μπορούσαμε να τα εκφράσουμε, μιας θλίψης που βιώναμε ίσως και χωρίς λόγο και δεν μπορούσαμε να την περιγράψουμε με λόγια. Αντικομφορμιστής και στραμμένος πάντα προς τον άνθρωπο προσπαθεί να βρει όλα αυτά που μπορούν να εκφράσουν το αίσθημα αυτό του ανολοκλήρωτου.

Ένας έρωτας που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, ένας έρωτας που φεύγει και μαζί του παίρνει κάθε ελπίδα. Γράφει για τους ανθρώπους που έρχονται στη ζωή μας και φεύγουν με ή χωρίς προειδοποίηση αλλά χωρίς υπόσχεση να ξανά γυρίσουν, για τον βαθύ ύπνο που συγγενεύει με το τέλος και λειτουργεί ως λύτρωση, ως αναγέννηση, σαν μια χαμένη αισιοδοξία που θα γεννηθεί μόνο τότε.

Βρήκες λέξεις που σου άνοιξαν δρόμους να περιγράψεις όλη αυτή τη μάχη που γινόταν μέσα σου, ξέχασες όμως ότι εκείνος έγραφε σε μια εποχή σπαραγμού, μια εποχή που όλα ήταν αβέβαια και ο κόσμος ήταν βαθιά πληγωμένος από τα βάσανα του πολέμου. Ο καθένας επέλεγε είτε να μείνει μόνος για να γιατρέψει τις πληγές του είτε επειδή μέσα σε τόσο κόσμο, ένιωθε μόνος, βίωνε ένα αίσθημα κοινωνικής αποξένωσης, δεν πίστευε ότι ανήκε πουθενά, δεν ταίριαζε. Έτσι δε νιώθει και ο σύγχρονος άνθρωπος κάποιες φορές;

Διαχρονικό το αίσθημα και βρήκε την έκφρασή του στην πένα του Μήτσου Παπανικολάου, για να έρθει να πει όλα όσα εμείς δεν τολμήσαμε. «Νικητής της Αύριον» δήλωνε όταν πρωτοεμφανίστηκε και ίσως τελικά το ψευδώνυμό του να ήταν προοικονομία της συνέχειάς του. Όντως το κέρδισε το αύριο και το κέρδισε γιατί κέρδισε και τις ψυχές όλων μας χαρίζοντάς μας παρηγοριά στους στίχους του. Γιατί μόνο αν νιώσεις ότι δεν ταιριάζεις πουθενά, ότι κάτι λείπει και θα λείπει για πάντα, μπορείς να γράψεις και να εννοήσεις τον αγιάτρευτα μονόπλευρο έρωτα.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου