Φυσάει κόντρα.
Να σε φιλάει στο μάγουλο, ενώ παλιά, σε φιλούσε στα χείλη.
Σχήμα οξύμωρο.
Να έρχεται, και να ταχυπαλμείς, αλλά όταν σε χαιρετάει, να αλλάζει μεριά το βλέμμα σου.
Τραγικό.
Να είσαι τυπική, ενώ περάσαν βράδια που φώναζες βρωμόλογα.
Εμετικό.
Μετά, να σε τρώει η σιωπή. Η σιωπή που παράλληλα κραυγάζει μέσα στο κεφάλι σου την αδικία που ζεις.
Φυσάει κόντρα.
Γιατί ρε γελοίε, τότε δε το βουλώναμε και καταθέταμε τις ψυχές μας, και τώρα τι;
Τώρα, Ευρωπαίοι. Κρύοι, παγωμένοι, μαγκωμένοι στο ίδιο μας το παρελθόν.
Στα ίσα, μαλάκες, γιατί δεν παραδεχόμαστε την ήττα που φάγαμε, που είπαμε θα μείνουμε φίλοι και δε τα καταφέραμε, αλλά βράζουμε μέσα μας, ακόμα καίει.
Φωνάζει το μυαλό να ορμήξω στη τρέλα μου, έχει συντονιστεί όλος ο οργανισμός μου, βρίσκομαι στην απόλυτη σύγχυση και απλά, παίρνω μια τζούρα από το τσιγάρο μου, πιστεύοντας ότι έτσι θα το καταπολεμήσω.
Και εσύ, διακρίνεις μόνο την απάθειά μου, να καπνίζει.
Εγώ θέλω ή να με θες, ή να μη σε θέλω.
Να με θες, να με γουστάρεις και να είσαι χωμένος στα σκατά του έρωτα, όπως είμαι και ‘γω.
Να χαμογελάς όταν με βλέπεις, να σκαλώνει το βλέμμα σου για παραπάνω από το φυσιολογικό πάνω μου. Να μου τη λες, να βριζόμαστε, να πλακωνόμαστε στα γέλια.
Όχι να καθόμαστε σαν κούτσουρα, φίλε μου. Θυμίζουμε μαριονέτες, περιμένοντας κάποιος από το τραπέζι να μας δώσει ζωή για κάποια λεπτά.
Να κουνήσει τα σχοινιά μας, δίνοντας λίγο χρόνο να πετάξουμε καμιά λέξη, για το καλό.
Και μετά, βουτιά στη σιωπή.
Δε μου αρέσει η σιωπή, γιατί δεν έχω οξυγόνο, πνίγομαι μέσα της.
Γι’ αυτό προτιμώ να μη σε θέλω.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι το κουμπί της διαγραφής στον εγκέφαλό, είναι απαραίτητο. Αν μπορούσα ανά πάσα στιγμή, να σε έσβηνα, να μη υπήρχες. Να μη θυμάμαι τι συνέβη. Να μη θυμάμαι ούτε το γιατί του πράγματος.
Να σε ξεπεράσω, να είσαι ξένος, άγνωστος στα μάτια μου, σα να μου θυμίζεις αμυδρά κάτι, αλλά να με εμποδίζει η ομίχλη να σε δω. Έτσι, για να ηρεμήσω, διότι δικαιούμαι σαν άνθρωπος κι εγώ, να ηρεμήσω.
Ζήλιες και τέτοιες μαλακίες, να φύγουν από το μυαλό μου. Γιατί δε με νοιάζει τι κάνεις με άλλες, μ’ακούς;
Δε θρηνεί ο κόσμος για πάντα, περιμένοντας κάτι άρρωστα φανταστικό. Κάποια στιγμή πάει παρακάτω.
Ξερνάω.
Κανείς ποτέ δε τα πίστεψε αυτά. Λόγια του αέρα, που χωρίς λόγο και αιτία, ανοίγουμε το στόμα μας και πετάμε σαν βατράχια. Μη μ’ακούς.
Μη με ξεχάσεις ούτε λίγο.
Αν ακούσεις τραγούδια μας, ρίξε ένα χαμόγελο για χάρη μου.
Σύγκρινε και λίγο νυν και πρώην, γιατί είμαι πλάσμα εγωιστικό και όταν το κάνεις γέλα, γιατί θα ξέρεις. Όταν μείνεις μόνος, θυμήσου τις ώρες που αράζαμε και πιες σε αυτό ένα ποτηράκι.
Και άμα σουρώσεις, πάρε και κανένα τηλέφωνο, δεν κάνει κακό.
Γιατί εμείς, εξαρχής ήμασταν ή για όλα ή για το τίποτα.
Αυτό είναι το αληθινό, αυτό είναι το ατόφιο, αυτό είναι μοναδικό.
Στην υγειά του.
Κι αφού πιεις και κατεβάσεις την τελευταία γουλιά, έλα να με ζεστάνεις με τα χέρια σου, γιατί φυσάει κόντρα και παγώνω.