Το επόμενο ταξίδι της Δώρας είχε προορισμό με νησιώτικη μυρωδιά. Αγαπούσε τα ταξίδια. Όχι, όχι. Λάτρευε τα ταξίδια. Δεν τα έκανε ούτε για τα μαγνιτάκια στο ψυγείο, ούτε για τα καλοκαιρινά μπιτσόμπαρα, ούτε για να καταγραφούν στο βιογραφικό της.

Για εκείνη ο κόσμος ήταν σαν ένα σώμα που οι άνθρωποι για να το μελετήσουν καλύτερα το χώρισαν σε μέλη, τα οποία αναπόσπαστα δεν λειτουργούν αρμονικά. Ταξίδευε και δεν διέκρινε φυλές και διαφορετικότητες, μα ανθρώπους με διαφορετικά γλωσσικά μηνύματα. Ίδιο τρόπο έκφρασης, ίδιο μέσο, μα μικρές λεκτικές διαφορές.

Έφτασε στην Ιθάκη. Στο ίδιο νησί παραθέριζε και ο Άρης. Το γνώρισε πέντε μέρες πριν αναχωρήσει για τη βάση της. Σαν κάτι μαγικό να τράβηξε τον ένα πάνω στον άλλο. Δέθηκαν μονομιάς και έχτισαν μέσα σε πέντε μέρες όλα αυτά που κάποιοι δεν χτίζουν σε ένα μήνα.

Το πάθος τους ένα και κοινό. Τα ταξίδια.

Παιδιά της μεγαλούπολης, των γρήγορων ρυθμών και αρπακόλα καταστάσεων. Παιδιά που είχαν ανάγκη να μάθουν τον κόσμο κι όχι να τους μάθει αυτός. Παιδιά που έβαζαν τον έρωτα σε δεύτερη μοίρα. Που οι νύχτες τους έβρισκαν στα λεωφορεία, στα τρένα ή τα αεροπλάνα με ένα βιβλίο αγκαλιά.

Μαξιλάρια τους τα βιβλία. Τα κρεβάτια τους έμοιαζαν με καθίσματα και ήταν αριθμημένα. Πιτζάμες δεν φορούσαν στους ύπνους τους. Μα τα όνειρά τους δεν τα έβαζαν ποτέ κάτω στις αποσκευές.

Αφού τα βρήκαν εκεί νόμιζαν πως θα τα βρουν παντού. Ακόμη δεν είχαν κάνει έρωτα, είχαν σμίξει όμως οι εγκέφαλοι και τα όνειρά τους. Τα άλλα έμοιαζαν περιττά.

Το κοινό τους όνειρο τους παρέσυρε και στην τρίτη μέρα έκαναν ήδη σχέδια για το επόμενό τους ταξίδι. Ήταν τόσο σίγουροι πως θα το κάνουν μαζί. Ήταν τόσο σίγουροι πως η Ιθάκη ήταν εκείνος ο προορισμός που θα τους έβαζε τις πιο γερές βάσεις για το μέλλον.

Το μέλλον τους το είχαν φανταστεί ταξιδιάρικο και περιπετειώδες. Ήθελαν να αφεθούν, να νιώσουν λευκός χάρτης και να αφήσουν το μέλλον τους να ζωγραφίσει επάνω.

Και οι μέρες περνούσαν και το μέλλον είχε προλάβει να χαράξει μόνο δυο μαύρες γραμμές.

Μαύρες και παράλληλες.

Αγαπούσαν τα ταξίδια, μα δεν είχαν τους ίδιους προορισμούς. Η αφετηρία τους ήταν κοινή. Τους συνεπήρε και πίστευαν πως μπορούν να πατήσουν πάνω στις λάσπες της και να δημιουργήσουν τα πιο γερά θεμέλια. Μα δεν ήταν μαθημένοι να κάνουν χώρο στις αποσκευές τους για τον έρωτα. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αλλάξουν γούστα, πάθη και προορισμό.

Έμοιαζαν τόσο εκείνα που αγαπούσαν, εκείνα που τους έφεραν κοντά.

Δεν τους έφτασε όμως η κοινή αφορμή, η κοινή τους βάση.

Η Δώρα δε θα άλλαζε τις συνήθειές της για τον Άρη. Και τα ταξίδια δεν ήταν μόνο συνήθεια, μα τρόπος ζωής.

Περνούσε η ζωή της, έβρισκε ανθρώπους, ενθουσιαζόταν και της περνούσαν. Όλα περνούσαν. Μα το πάθος της έμενε σταθερό.

Στον Άρη πόνταρε πολλά. Βιαστικά. Σαν τα καζίνα, πόνταρε πάνω του δυο κόκκινες μάρκες έρωτα και μια λευκή της ελπίδας.

Και γύρισε η ρουλέτα και η ζωή της δεν είχε πια φόντο την Ιθάκη.

Ετοιμαζόταν πλέον για ξωτικά μέρη, κι εκείνος ταξίδευε μόνο Ελλάδα.

Η ζωή τους συλλογές, άλμπουμ. Καταγραφές κι απογραφές.

Δεν έκαναν χώρο για τον έρωτα.

Έρωτας ήταν τα χιλιόμετρα.

Προορισμός, άφιξη, ζωή κι αναχώρηση.

Ζωή κι αναχώρηση.

 

 

 

 

 

 

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου