Κλείσε τα μάτια σου και υπόθεσε ότι κάποιος σου προσφέρει ένα πολύ όμορφο δώρο. Είναι ποτέ δυνατόν, όσο και να μη σου αρέσει το δώρο αυτό, καθώς το ανοίγεις, να πεις σε αυτόν που σου το χάρισε: «Λυπάμαι, δε μου αρέσει καθόλου, θα μπορούσες να το πάρεις πίσω»;
Ναι, μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση «κανονικού» δώρου, να συνειδητοποιείς κι εσύ ο ίδιος, ότι η παραπάνω συμπεριφορά είναι ακραία κι αγενής, αλλά δυστυχώς, στην περίπτωση ενός πιο έμμεσου δώρου, συχνά, είναι πιθανόν να αντιδράσεις με έναν απότομο και παρόμοιο τρόπο. Και ναι, αναφερόμαστε βέβαια στα κομπλιμέντα, τα οποία μπορεί κάποιος να σου απευθύνει, αλλά η πρώτη σου αντίδραση να είναι αρνητική και κάποιες φορές άκρως αποκρουστική.
Πιο συγκεκριμένα, οι κοινωνιολόγοι διακρίνουν τις αντιδράσεις μας σε ένα κομπλιμέντο στις εξής τρεις κατηγορίες: στην αποδοχή, την άρνηση και την εκτροπή, με την αποδοχή να αποτελεί ένα σπάνιο φαινόμενο, ενώ οι περισσότερες αντιδράσεις μας, ισχυρίζονται ότι εμπεριέχονται μάλλον στις δύο άλλες κατηγορίες.
Κομπλιμέντα για τα οποία αδιαφορούμε σε τέτοιο σημείο, ώστε να αλλάζουμε θέμα στη συζήτηση άρδην, κομπλιμέντα στα οποία αρνούμαστε το θετικό σχόλιο από την απέναντι πλευρά, κομπλιμέντα τα οποία συνοδεύονται από προσβολή απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, που ακολουθούνται από την αμφισβήτηση και την έλλειψη της αξιοπιστίας -από μεριάς του ατόμου το οποίο μπαίνει στη διαδικασία να τα κάνει-, που ακολουθούνται από ανταπόδοση αντίστοιχων ή και μεγαλύτερων φιλοφρονήσεων, καθώς και κομπλιμέντα τα οποία γεμίζουν με μια αίσθηση απαξίωσης αυτόν που τα δέχεται. Γιατί όμως υιοθετούμε ασυνείδητα ή και μη και αρνούμαστε πεισματικά να δεχτούμε τα θετικά σχόλια των άλλων;
Καταρχάς, σίγουρα θα συμφωνήσεις κι εσύ ο ίδιος ότι ένα μεγάλο θέμα είναι ότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς να απαντήσουμε στα θετικά σχόλια που δεχόμαστε. Κι αυτό ίσως γιατί από μικροί έχουμε μάθει ότι πρέπει να είμαστε ταπεινοί και να μην καυχόμαστε διαρκώς για τα επιτεύγματα και τα ταλέντα μας, καθώς οι γονείς μας μάς έμαθαν ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, κάνοντάς μας να φαινόμαστε λιγότερο συμπαθείς στο περιβάλλον μας.
Συχνά, λοιπόν, αμφισβητούμε, αποκρούουμε και καταλήγουμε να απορρίπτουμε μια φιλοφρόνηση, καθώς νιώθουμε ξαφνικά ανεξήγητα άβολα που παρατήρησε κάτι αξιέπαινο σε εμάς. Υποψιαζόμαστε ότι κάποια λαθεμένη εκτίμηση έχει κάνει ο συνομιλητής μας και θεωρούμε ότι δεν έχει ορθή κρίση ή δεν είναι καθόλου ειλικρινής μαζί μας. Η καχυποψία λοιπόν μας καταβάλλει για τα καλά, κάνοντάς μας να περνάμε από πολλά φίλτρα αυτόν που στέκεται απέναντί μας.
Και βέβαια, είναι κι αυτή η παράξενη ανθρώπινη ανάγκη μας να επαναφέρουμε γρήγορα την ισορροπία σε μια κουβέντα, σε έναν διάλογο όπου έχουν ειπωθεί κάποιες καλές κουβέντες για εμάς. Πράγματι, έχει παρατηρηθεί ότι ασυνείδητα μερικές φορές, προσπαθούμε να εξισορροπήσουμε τα θετικά λόγια κάποιου με την έμφαση σε κάτι αρνητικό ή με την ανταπόδοση ενός κομπλιμέντου στον άλλον.
Επίσης, όσο και να σου ακούγεται περίεργο, είναι κι εκείνες οι φορές που τα κομπλιμέντα μας μπλοκάρουν, γιατί έχουμε την αίσθηση ότι έμμεσα αξιολογούμαστε πάνω σε κάτι. Για την ακρίβεια, ένα κομπλιμέντο μπορεί να μας κάνει να θεωρούμε πως εκείνος που το κάνει έχει υψηλές προσδοκίες από εμάς και μάλιστα είναι δυνατόν να το απορρίπτουμε επειδή δε θέλουμε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες του και στον χαρακτηρισμό που μας απέδωσε. Άλλωστε, ο φόβος ότι μπορεί να έχουμε μία λιγότερο καλή αξιολόγηση στο μέλλον, εξαιτίας κάποιων τυχόντων αρνητικών εξελίξεων στη ζωή μας, μοιάζουν εκείνη την ώρα, με φαντάσματα τα οποία μπορούν να απομυθοποιήσουν την εικόνα μας, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Είναι κι αυτή η αίσθηση ότι νιώθουμε ξαφνικά υποχρεωμένοι απέναντι στο συνομιλητή μας, ότι επειδή μας είπε κάτι καλό, αυτόματα κι εμείς πρέπει να σκαρφιστούμε πολύ γρήγορα κάτι να του πούμε. Είναι και πάλι εδώ αυτή η λαθεμένη ιδέα που έχουμε για τους άλλους στο μυαλό μας (κατάλοιπο κυρίως της παιδικής μας ηλικίας), ότι οι ανθρώπινες σχέσεις -σε όλες τις εκφάνσεις τους- είναι ένα τυπικό δούναι και λαβείν κι ότι μόνο έτσι καλλιεργούνται και διατηρούνται.
Όπως και να ‘χει όμως, όποιος κι αν είναι ο λόγος που οδηγούμαστε σ’ αυτήν την άδικη -συνήθως- συμπεριφορά, απέναντι σε κάποιο κομπλιμέντο, όσο περίεργο κι αν είναι αυτό, δεδομένου ότι μια ολόκληρη ζωή παλεύουμε οι περισσότεροι για να αποδείξουμε στον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και στους άλλους, την αξία μας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε με τις φιλοφρονήσεις σε έναν διάλογο είναι να τις αποδεχτούμε και να προχωρήσουμε παρακάτω στην κουβέντα. Αρκεί να πούμε ένα αληθινό «ευχαριστώ» προκειμένου να δείξουμε ότι εκτιμάμε τα καλά λόγια του άλλου. Είναι σημαντικό να μάθουμε να μην προσβάλλουμε εκείνους που μας χαρίζουν κομπλιμέντα και να μην τους φέρνουμε κι αυτούς σε δύσκολη θέση.
Ας κάνουμε την εσωτερική μας αναζήτηση για να ανακαλύψουμε γιατί αμφιβάλουμε για τον εαυτό μας κι αισθανόμαστε άβολα κάθε φορά που κάποιος πάει να μας κάνει ένα κομπλιμέντο. Γιατί να μην αποδεχτούμε άλλωστε ότι είμαστε περισσότερο ικανοί και χαρισματικοί από όσο μπορεί να πιστεύουμε; Ας αφεθούμε, λοιπόν, στην ευχάριστη αίσθηση ενός κομπλιμέντου κι απλώς ας σκεφτούμε ότι το αξίζουμε!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου