Είναι κάτι βραδιές που δε θες κανέναν και τίποτα. Θες για μόνη σου συντροφιά ένα ποτήρι λευκό κρασί κι αφάνταστα καταθλιπτική μουσική ίσα που ν’ ακούγεται. Σου αρέσει να το κάνεις αυτό, το απολαμβάνεις -αν και μαζοχιστικό και ψυχοπλακωτικό.
Τηλέφωνο κι οποιαδήποτε άλλη συσκευή στο δωμάτιο που να προκαλεί θόρυβο, είναι κλειστές. Κι αν βρίσκεται και κανείς άλλος στο σπίτι του δίνεις να καταλάβει πως δεν πρέπει να υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Ή τέλος πάντων να κάνει πως δεν υπάρχει. Τον κάνεις να καταλάβει πως θες να βυθιστείς σε μια βασανιστική και ταυτόχρονα πολυπόθητη σιωπή.
Κι αρχίζει το ταξίδι στο μυαλό και την καρδιά σου, το οποίο αποφεύγεις να πραγματοποιήσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η σειρά του, αφού αν και ταξίδι δεν είναι και τόσο ευχάριστο, έρχεται αφού πέσει το φως του ήλιου κι ειδικά μετά από μια κουραστική και δύσκολη μέρα. Ξεκινά, λοιπόν, αυτό το ταξίδι, ξεκινά δηλαδή η σκληρή διαμάχη με τον εαυτό σου και τις επιλογές σου, τα αναπάντητα γιατί. Κι ο πονοκέφαλος μαζί.
Το λατρεύεις αυτό το ατέλειωτο παιχνίδι με τον εαυτό σου, έτσι; Όσο ράκος και να γίνεσαι κάθε φορά που το κάνεις, το αναζητάς όλο και πιο συχνά, όποτε βρίσκεις ευκαιρία θες να το παίζεις ξανά και ξανά. Ξύνεις και ξαναξύνεις τις πληγές του παρελθόντος. Δεν τις αφήνεις να κλείσουν, δε θέλεις να επουλωθούν, το κάνεις επίτηδες. Γιατί; Τι νομίζεις πως κερδίζεις μ’ αυτό; Να το κι αυτό το ερωτηματικό, για να δω τώρα τι φτηνή απάντηση θα δώσεις πάλι στον εαυτό σου!
Ξεσπάς σε κλάματα και νιώθεις τα πάντα γύρω σου να σε κατασπαράζουν, πνίγεσαι, χάνεσαι. Απ’ τη μία θέλεις κάποιον να σε πάρει μια αγκαλιά, να σε παρηγορήσει κι απ’ την άλλη θέλεις ένα μαξιλάρι ανθεκτικό και σκληρό να μπορεί να αντέξει τις συνέπειες της άθλιας κατάστασης στην οποία βρίσκεσαι εκείνη τη στιγμή, να αντέξει τα δαγκώματα απ’ τα βογγητά, τις τσιρίδες και φυσικά τα ασταμάτητα δάκρυά σου.
Στην τελική δεν ξέρεις τι θέλεις, γενικά. Δεν ξέρεις τι θέλεις απ’ τη ζωή σου και πόσο μάλλον απ’ το παρελθόν σου, που αντί να το εκμεταλλευτείς προς όφελός σου, το ψάχνεις ξανά και ξανά. Το αφήνεις να σε τρώει και να σου επιβάλλεται. Αφήνεις το παρόν σου να εξαρτάται από αυτό κι έτσι δεν μπορείς να προχωρήσεις.
Μα δεν μπορείς να το διαγράψεις το παρελθόν, αυτό είναι σίγουρο. Θα πατήσεις κανένα κουμπί για αυτόματη διαγραφή ή θα χρησιμοποιήσεις κανένα μαγικό ραβδί για να το εξαφανίσεις; Όχι, δεν είναι τόσο απλό. Πάλεψέ το, μάθε να το κουβαλάς μαζί σου, διδάξου από αυτό επιτέλους!
Αυτά λες κάθε φορά στον εαυτό σου, κάθε φορά οι ίδιες σκέψεις στο τέλος, έτσι για το φινάλε. Τίποτα το σπουδαίο, απλώς κοροϊδεύεις εσένα τον ίδιο και μετά βυθίζεσαι ξανά στην απελπισία και την απαισιοδοξία, εκεί είναι και σε περιμένουν κάθε φορά να τις θυμηθείς. Κι εσύ δεν τους χαλάς το χατίρι, χωρίς δεύτερη σκέψη οδηγείσαι σ’ εκείνες και πάλι.
Νύχτες σαν κι αυτές τελειώνουν σχεδόν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αυτή η βραδιά έχει το ίδιο τέλος με όλες τις προηγούμενες που ακολουθούσαν παρόμοια ροή με αυτήν κι όπως φαίνεται σαν όλες τις υπόλοιπες που θα έρθουν.
Κοιμάσαι σε μια λιμνούλα από δάκρυα και ξυπνάς το πρωί συνειδητοποιώντας πως «γαμώτο, αυτό μου έλειπε, πάλι χύθηκε το κρασί». Φοράς ένα χαμόγελο στα στεγνά σου χείλη και ξεκινάς τη μέρα σου μ’ αυτό. Κι έναν καφέ μπας κι έρθεις λίγο στα συγκαλά σου. Δεν πρέπει να καταλάβει κανείς τίποτα. Είσαι εσύ και μόνο εσύ.
Δεν είναι μακριά η επόμενη βραδιά που «θα τα σπάσεις» και πάλι. Ή μάλλον που θα ξεσπάσεις και πάλι. Κοντά είναι, δε θ’ αργήσει.
Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Παπαγεωργίου: Πωλίνα Πανέρη