Αχ, η αγκαλιά. Μια τόσο απλή κίνηση συνυφασμένη με κάθε λογής σκέψη και συναίσθημα. Διερμηνέας όλων αυτών των ανείπωτων λόγων, που αδυνατούμε να εκφράσουμε. «Μου έλειψες, σε θέλω, σε ευχαριστώ, είμαι χαρούμενος που βρίσκεσαι εδώ, σε νοιάζομαι, να προσέχεις». Αν ανοίξω μία αγκαλιά, θα αναβλύσουν από μέσα της, τα χρώματα. Χρώματα έντονα. Χρώματα που δεν έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί. Χρώματα μοναδικά, όπως κι ο καλλιτέχνης που επιλέγει προσεκτικά, ποια από αυτά θα συνθέσουν τον κόσμο του. Όλη η ειλικρίνεια της ψυχής, θαρρείς και κρύβεται σε μια μόνο πράξη. Πράξη, αβίαστα υποκινούμενη από την ευγνωμοσύνη και την αγάπη. Όπως ακριβώς κάνει μια μητέρα η οποία αγκαλιάζει το βρέφος της. Εκφράζοντα έτσι, την ανιδιοτελή τρυφερότητα της, προς την ευθραυστότητα του νεοσύστατου τέκνου της.
Και έπειτα, είναι φάρμακο η αγκαλιά. Γιατρειά. Ανάγκη. Ναι, τα λόγια πολλές φορές ωχρειούν μπροστά στη στεναχώρια. Ξεθωριάζουν, όταν αδυνατούν να βρουν απάντηση στη θλίψη. Μοιάζουν τετριμμένα και φτωχά. Δεν είναι πάντοτε ανάγκη να μιλάς. Να αποφεύγεις να μιλάς, για να μιλήσεις. Δε χρειάζεται να δίνεις μήτε οδηγίες, μήτε συμβουλές πριν να σου τις ζητήσουν. Δεν εκτελείς χρέη ψυχολόγου. Ούτε θα έπρεπε να το επιθυμείς. Ο πόνος, έχει ανάγκη να καθρεφτιστεί στη σιωπή. Κι ο άνθρωπος που πονά, έχει ανάγκη την κατανόηση της ματαιότητας του «λέγειν». Πράξε λοιπόν. Πλησίασε κι αγκάλιασε. Και όταν αγκαλιάσεις, θα αγαλλιάσεις. Και τούτο διότι, θα φανερωθούν στα χέρια σου κάτι από το κορμί, κάτι από το μυαλό και κάτι από την ψυχή του ατόμου. Τότε, θα μαγευτείς. Θα εντυπωσιαστείς από την ομορφιά του όντος και την απλότητα της ευτυχίας.
Παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος, φίλε μου. Αλλόκοτο. Σκοτώνει το αληθινό συναίσθημα και το καλύπτει με συναισθηματισμούς. Αποφεύγουμε να αγκαλιάζουμε. Λες και τρομάζουμε στην ιδέα να πλησιάσει κάποιος πραγματικά κοντά μας. Αντ’ αυτού όμως, επιλέγουμε να φιλάμε σταυρωτά. Και πολλές φορές μάλιστα, να μη φιλάμε καν. Να ακουμπούν απλώς δυο πρόσωπα, λες κι εκείνη τη στιγμή επιθυμούν να κρύψουν κάτι από την υποκρισία των πρωταγωνιστών και την αμηχανία της στιγμής.
Τι τυπική κίνηση! Τι ξένη! Θυμίζει δεξίωση άλλης εποχής. Δεξίωση με καλεσμένους της υψηλής κοινωνίας, που εξωτερικεύουν και επιβεβαιώνουν τη συμπάθεια με ένα φιλί, για το «φαίνεσθαι». Ενώ ταυτόχρονα, στο «είναι» τους αποτυπώνεται η αντιπάθεια. Γίναμε οι αριστοκράτες του σήμερα. Κι ενσαρκώνουμε αυτόν τον ρόλο, πολύ επιτυχώς. Περίεργο; Ίσως όχι, αν αναλογιστείς ότι ο ίδιος ελιτισμός επικρατεί και σε ένα σύνηθες οικογενειακό τραπέζι. Παρατήρησε τη στιγμή κατά την οποία, ο ένας συγγενής ασπάζεται τον άλλον. Όχι από επιθυμία, αλλά από αγγαρεία. Ως φορτίο από το οποίο πρέπει να απαλλαγούν ή ως άλλη μέτρηση ανωτερότητας.
Τους ανθρώπους όμως της ζωής σου, να μη δέχεσαι να τους φιλάς. Όποιοι και αν είναι αυτοί. Τι και αν είναι φίλοι; Συνοδοιπόροι; Ή απλώς περαστικοί; Ήταν, είναι ή θα αποτελέσουν κομμάτι σου. Όταν γέρνουν το κορμί τους, προς τη μεριά σου, να τους αρπάζεις. Να τους κλείνεις στην αγκαλιά σου, χωρίς να τους ρωτήσεις. Ξάφνιασέ τους με τη διαχυτικότητα. Εκείνη που αρμόζει στο συναίσθημα που τροφοδοτεί την κίνηση και την κάνει να ανθίζει. Άσε την τυπικότητα κατά μέρος. Αυτή είναι ίδιον φτωχών χαρακτήρων κι αγέλαστων ψυχών. Κι αν δεν μπορείς; Τότε να επιλέγεις το τίποτα. Να το προτιμάς από το μισό ή το μπερδεμένο. Καλύτερη η ανυπαρξία, από μία καταπιεσμένη ύπαρξη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου