Αν κάποιοι είναι περασμένοι στην συνείδησή μας ως οι εκ των πραγμάτων πιο κοντινοί μας άνθρωποι, αυτοί είναι οι συγγενείς. Συγγενής είναι εκείνος που μας δένουν μαζί του δεσμοί αίματος, ένα γένος, είναι η προέκταση του στενού οικογενειακού κύκλου, είναι εκείνος που μας ενώνουν μαζί του δεσμοί γενικώς.

Τυπικά, ο ξάδελφός σου, ο θείος σου, ο ανηψιός σου είναι τα αμέσως πιο στενά συνδεδεμένα άτομα μαζί σου μετά τα αδέλφια και τους γονείς. Είναι όντως;

Στην Ελλάδα, η οποία ανέκαθεν ήταν και παραμένει δομημένη στο κλασικό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», οι συγγενείς μας ασυνείδητα θεωρούνται στενός οικογενειακός κύκλος, ακόμα κι αν έχεις να τους δεις και να τους μιλήσεις χρόνια, ακόμα κι αν αντιπαθείτε ο ένας τον άλλο και με το ζόρι μιλάτε ή ακόμα κι αν βρεθήκατε μια φορά στα πέντε σας κι έχουν περάσει χρόνοι δέκα που λέει κι ο Πασχαλίδης. Μια στερεοτυπικής μορφής επιταγή που καλλιεργείται από γενιά σε γενιά παρά τη φθίνουσα πορεία του θεσμού και της ουσιαστικής του έννοιας, λόγω των καιρών.

Κάποτε ο όρος συγγενής δε δήλωνε μόνο το τυπικό του πράγματος, όπως πολύ συχνά συμβαίνει πια. Οι οικογένειες ήταν όντως μεγάλες, ήταν διευρυμένες, αποτελούνταν από πολλά μέλη, στην ουσία τους. Τα συγγενή πρόσωπα ήταν όντως δεμένα μεταξύ τους, ζούσαν μαζί, μεγάλωναν μαζί, εξελίσσονταν μαζί, περνούσαν την ζωή τους μαζί. Το γνήσιο νόημα του όρου συγγενής ήταν αυτό και αντικατόπτριζε την πραγματικότητα.

Με το πέρασμα του χρόνου και καθώς οι εποχές άλλαζαν δραματικά, κάπου στην πορεία τα πράγματα σταμάτησαν να λειτουργούν μ’ αυτή τη στενή έννοια του όρου. Έμεινε το τυπικό μέρος και το ουσιαστικό άρχισε μάλλον να μην υπάρχει, τουλάχιστον όχι με την ίδια συχνότητα και στον ίδιο βαθμό.

Αν σκεφτείς ένα λεπτό, σίγουρα μπορείς να φέρεις στη μνήμη σου συγγενείς εξαφανισμένους, που ουδεμία επαφή έχετε, κι αν έχετε περιορίζεται στη λεγόμενη εορταστική επαφή και αν, συγγενείς που δεν ήξερες καν πως έχεις, συγγενείς που έχει πάρει τ’ αφτί σου πως έχεις, αλλά ποτέ δε γνώρισες. Όλοι μας έχουμε αυτού του είδους τους συγγενείς.

Το ερώτημα είναι γιατί να καθιστά ο τύπος συγγενή σου κάποιον που δεν ξέρει το παραμικρό για ‘σενα και εσύ γι’ αυτόν, κάποιον που αν σε έβλεπε ίσως δε θα σε γνώριζε καν, κάποιον που κατ’ επέκταση είναι ένας άλλος άνθρωπος με καμία σχέση μαζί σου τελικά.

Συγγενή πρέπει να θεωρείς εκείνον που ξέρει πολύ καλά το χαρακτήρα σου, τον ψυχισμό σου, το συγκινησιακό σου πεδίο, την πορεία σου, τη ζωή σου. Συγγενής είναι εκείνος που κάτι έχετε να μοιραστείτε, που κάτι σας συναπαρτίζει, που ένα κομμάτι σας είναι κοινό. Και σίγουρα αυτό δεν είναι το επίθετό σας ή η γιαγιά σας.

Εννοείται πως υπάρχουν και συγγενείς οι οποίοι και λέγονται και είναι συγγενείς. Και τους οποίους τους όρισε η φύση και οι νόμοι και που όμως είναι σαν να τους επιλέξαμε μόνοι μας. Και σ’ αυτή την περίπτωση είναι όντως οι κοντινότεροι και πολυτιμότεροί μας.

Για ποιο λόγο όμως, να θεωρούμε συγγενείς μας με την ουσιαστική έννοια εκείνους που ούτε είδαμε, ούτε θα δούμε, και που ούτε μας νοιάζει στην τελική; Η τυπικότητα που επεμβαίνει εδώ είναι μάλλον ανούσια.

Συγγενείς μάθε να θεωρείς και να μετράς αυτούς που όντως ξέρουν ποιος είσαι, που εσύ ξέρεις ποιοι είναι, που έχετε αυτό το κοινό που σας καθιστά και συγγενείς εν τέλει. Αυτό το κοινό δε χρειάζεται να ‘ναι άλλο απ’ την ίδια τη σχέση που έχετε μεταξύ σας. Μια σχέση που υπάρχει στ’ αλήθεια κι όχι στο κεφάλι οποιουδήποτε κολλημένου τυπολάτρη που στο κλειδωμένο του μυαλό υφίσταται μόνο ό,τι ακριβώς οι κανόνες προστάζουν.

Απ’ την άλλη θα μπορούσε ο καθένας να ισχυριστεί πως το αίμα νερό δε γίνεται, κυριολεκτικά εν προκειμένω, και άρα ό,τι κι αν λέει η κάθε τρελή που έπιασε πένα και γράφει, ο ξάδελφος είναι ξάδελφος κι ας ζει στην Αυστραλία κι ας έχετε να μιλήσετε από τότε που ήταν της μόδας το κρεπαρίσμενο μαλλί και τα tribal tattoos.

Και η τρελή θα συμφωνήσει στο ότι είναι ξάδελφος ο Αυστραλός, δεν υπάρχει όμως λόγος να μένουμε σε τυπικές έννοιες όταν εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει πίσω τους η απαραίτητη ουσία.

Είναι πολύ πιο ωφέλιμο και πιο αληθινό και πιο ρομαντικό να έχουμε τους συγγενείς που εμείς θέλουμε να έχουμε. Κι αυτούς τους καθορίζουν τα συναισθήματα και όχι οι γενετικές διεργασίες.

 

Επιμέλεια Κειμένου Νέλης Χαχάμη: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Νέλη Χαχάμη