Ήταν μια ακόμη ημέρα, ο Χρόνης μόλις είχε φτάσει στο σπίτι. Ανοίγοντας την πόρτα βρήκε πεσμένο έναν φάκελο, τον άνοιξε και είδε πως ήταν ένα προσκλητήριο γάμου. Παντρευόταν ένας παιδικός φίλος του στη Σαντορίνη, του το είχε αναφέρει κάποια στιγμή στο παρελθόν, αλλά δεν το είχε συγκρατήσει. Όταν άλλωστε άκουγε για το νησί, πάντα η πρώτη του σκέψη ήταν η Αγάπη και το ταξίδι που ποτέ δεν έκαναν μαζί. Αποφάσισε όμως πως θα πάει. Την είχε πια ξεπεράσει, ήταν αυτάρκης, ήρεμος, είχε και γυναικεία συντροφιά. Τι παραπάνω θέλει ένας άντρας, σκέφτηκε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στη γωνία που άλλοτε βρισκόταν η κόκκινη κουβέρτα που της είχε πάρει δώρο. Απέτρεψε γρήγορα το βλέμμα του κι άνοιξε την τηλεόραση. Ο ήχος της έθεσε την εσωτερική του φωνή σε σιγή, πάλι.

Κι οι μήνες άρχισαν να περνούν γρήγορα, με πολλές αλλαγές και χωρίς την Αγάπη. Μέχρι που ήρθε το καλοκαίρι κι ο γάμος. Ο Χρόνης όταν πάτησε για πρώτη φορά στο νησί θυμήθηκε τις περιγραφές της. Όπου κι αν γυρνούσε έβλεπε ζευγάρια, ήχος, πολυκοσμία, θόρυβος παντού. Τι της αρέσει τόσο εδώ, σκέφτηκε. Αφού άφησε τις βαλίτσες του στο ξενοδοχείο, ξεκίνησε να περιπλανιέται στο νησί. Όταν βρέθηκε στην Χώρα κατάλαβε τι ήταν εκείνο που λάτρευε η Αγάπη. Το είδε να ξετυλίγεται μπροστά του: η κατάμαυρη ηφαιστειακή καμμένη γη, η γκρεμισμένη Καλντέρα και όλο το νησί να στέκεται πάνω της, σαν άψογα σχεδιασμένος πίνακας ζωγραφικής γεμάτος χρώματα κι αντιθέσεις. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν η ενέργεια, ακόμα κι ο αέρας ήταν αλλιώτικος, πιο πυκνός. Έμεινε για ώρα να κοιτάει σαστισμένος τη θέα, για πρώτη φορά στη ζωή του δε βιαζόταν. Είχε κάνει μια παύση να σκεφτεί και θα καθόταν κι άλλο αν δεν είχε ακούσει μια γνώριμη φωνή.

«Χρόνη;»

«Ελπίδα;»

«Τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Παντρεύεται ένας φίλος μου. Εσύ;»

«Καλά, ήρθα για το τριήμερο, να μαζέψω δυνάμεις. Πώς αλλιώς θα κρατηθώ όρθια.»

«Η Αγάπη;»

«Καλά.»

«Είναι κι εκείνη εδώ;»

«Χωριζόμαστε ποτέ εμείς οι δύο;»

«Η Αγάπη και η Ελπίδα είναι αχώριστες.»

«Κι ο Χρόνης ένας απλός περαστικός. Σε χαιρετώ. Και στα δικά σου.»

Έμεινε μόνος του και συλλογιζόταν γιατί το είχε πει τώρα αυτό. Καθώς περπατούσε σκεφτόταν όσα άκουσε κι ασυνείδητα αναζητούσε την Αγάπη σε κάθε κοπέλα που περνούσε δίπλα του. Μάταια, δεν ήταν πουθενά. Τελικά όταν έπαψε να την ψάχνει, η Αγάπη εμφανίστηκε μπροστά του.

«Χρόνη; Εσύ εδώ;» τον κοιτούσε αποσβολωμένη.

Της χαμογέλασε γλυκά λέγοντας «Έλα να σ’ αγκαλιάσω.»

Έπεσε πάνω του με λαχτάρα και από τα μάτια της άρχιζαν να στάζουν δάκρυα βουβά που συγκρατούσε καιρό και επιτέλους βρέθηκε η διαφυγή τους.

Εκείνος την κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του κι όταν πια ηρέμησε την κοίταξε μέσα στα υγρά της λαμπερά μάτια κι έβλεπε εκείνη την ίδια γυναίκα που είχε χωρίσει επειδή τότε, όπως και τώρα, πονούσε. Αυτή τη φορά ο λόγος ήταν εκείνος, το έβλεπε ξεκάθαρα ότι δεν τον είχε ξεχάσει κι αυτή η επίγνωση τον έκανε να ξαναρώτησει νομίζοντας πως είναι έτοιμος πια να μάθει την αλήθεια.

«Γιατί κλαις Αγάπη;»

Η Αγάπη τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο νεκροταφείο. Του μίλησε για τον Άγγελο, για την πυξίδα που της είχε πάρει δώρο, για το ατύχημα που του στέρησε τη ζωή. Του αποκάλυψε όλες τις αιτίες που την έκαναν ηθελημένα να φέρεται ανώριμα. Του μίλησε για τους μήνες που πέρασε μακριά του, για το τι κάνει πλέον στη ζωή της, για τα μελλοντικά σχέδια της, για όλα.

«Σε αγάπησα πραγματικά, σε ήθελα δίπλα μου. Δεν ήταν ο Άγγελος ως άτομο, που δεν είχα ξεπεράσει, αλλά η κατάσταση. Η επούλωση μιας πληγής είναι σίγουρα προσωπική υπόθεση αλλά κι εσύ μπορούσες να βοηθήσεις σε αυτό. Βοήθησες βέβαια, μα με έναν τρόπο δύσκολο γιατί ενώ είχες τόσες επιλογές διάλεξες τη μόνη που μας χώριζε. Αυτό το μέλλον επέλεξες για ‘μας. »

«Προσπάθησα να σε φροντίσω και το ξέρεις.»

«Πόσο; Μην απαντάς. Θα σου πω εγώ, ελάχιστα. Δεκανίκι είπες πως χρειαζόμουν, όχι όμως, επειδή εγώ ήμουν ευάλωτη αλλά διότι εσύ δεν ήθελες να μ’ αποδεχθείς ολόκληρη, με όποια θετικά κι αρνητικά είχα. Από την πείρα σου δεν αναγνωρίζεις πως ήμουν δική σου; Έκανα λάθος επειδή φοβήθηκα να σου αφεθώ άνευ όρων, ε; Και μετά λες πως με διάβαζες. Λάθος! Συμπεράσματα έβγαζες βασιζόμενος στις δικές σου αρνητικές εμπειρίες κι έπειτα προσποιήθηκες ότι εσύ ήρθες σ’ εμένα άδειος. Αυτό-αναιρέθηκες όμως, εκείνη τη στιγμή που τα παράτησες. Στάθηκες στο πρόβλημα, αρνήθηκες τη λύση, με αρνήθηκες. Ποια ήταν η κοινή πορεία που ήθελες για’ μας λοιπόν; Και πότε μου την είπες;»

«Με κατηγορείς άδικα. Σ’ αγάπησα κι έκανα ό, τι καλύτερο μπορούσα.»

«Δε σε πιστεύω, γιατί δε μου έδωσες ποτέ μια ευκαιρία. Όποιος αγαπά μένει, επιδιορθώνει δε ζητά χρόνο κι απόσταση.»

«Σου έδωσα πολλές, μέσα στη σχέση.»

«Στα δύσκολα τι έκανες;»

« Με αποσυντόνισες Αγάπη, σε φοβάμαι.»

«Να φύγω τότε.»

«Δε ζήτησα αυτό.»

«Άρα να μείνω.»

«Ίσως αργότερα, στο μέλλον…»

«Ποτέ ξανά» είπε. Τον πλησίασε, άγγιξε και με τα δύο της χέρια τα μάγουλά του αφήνοντάς τα μετά να κυλήσουν στο άκαμπτο κορμί του, ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του και τον φίλησε. Ήταν ένα φιλί μακρόσυρτο, το τελευταίο τους.

Ύστερα η Αγάπη έφυγε, ο Χρόνης αυτή τη φορά την κοίταζε να απομακρύνεται. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να συνειδητοποιήσει ότι ήταν οριστικό και να την αφήσει στο παρελθόν. Ή έστω να προσπαθήσει.

Η Αγάπη γύρισε σπίτι και πέταξε την κόκκινη κουβέρτα που της είχε πάρει δώρο. Είχε πλέον καταλάβει ότι στην παρουσία βρίσκονται όλα όσα θέλει, όχι στα υποκατάστατά της. Κανένα λοιπόν κατάλοιπο του παρελθόντος δεν είχε θέση στη ζωή της.

Οι ήρωές μας ήθελαν να είναι ήρεμοι κι ευτυχισμένοι. Δεν τα κατάφεραν μαζί, όμως η σχέση αυτή βοήθησε και τους δύο να εξελιχθούν.

Μα η ιστορία δεν τελείωσε ακόμη. Πώς τελειώνει; Μπορεί όπως μια ιστορία ανώριμης αγάπης που ο χρόνος και η απουσία φθείρει τους πρωταγωνιστές της. Μπορεί όπως μια ιστορία αληθινής αγάπης που ο χρόνος δεν την αλλοιώνει, αντίθετα την ενδυναμώνει.

Το μόνο που απομένει είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Κι από τι εξαρτάται; Από τα συναισθήματά τους. Μαζί ή χώρια, για την Αγάπη και τον Χρόνη υπάρχει από εδώ και πέρα ένα πράγμα μόνο.

Νέα Αρχή.

 

The end.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου