Είχε συννεφιά σήμερα, το καλοκαίρι σε λίγες ημέρες τελειώνει κι επίσημα. Όχι πως σου κάνει και μεγάλη αίσθηση, παραχαλάρωσες με τον τόσο ελεύθερο χρόνο -σχετικά βέβαια, καλά πέρασες. Φίλοι, ξενύχτια, βράδια στημένα, φλερτ, ποτά και τσιγάρα. Έμεινε τίποτα, μάζεψες τροφή για τον χειμώνα; Έκανες κάτι ουσιαστικό ή πάλι σκεφτόσουν παραπάνω από όσο θα έπρεπε;

Περίεργο πράγμα το ανθρώπινο μυαλό, σκοτεινό μέρος. Ξέρεις, όσοι φοβούνται το σκοτάδι, φοβούνται και τις σκέψεις τους. Είναι πολύ δύσκολο να έρθει κανείς αντιμέτωπος με το τι κρύβεται εκεί μέσα, ακόμη κι αν αφορά τον ίδιο του τον εαυτό. Το δύσκολο δεν είναι να τα βάλεις με τους άλλους, αλλά με την πάρτη σου.

Πώς να κατηγορήσεις τον εαυτό σου για αυτά που πάει και σκέφτεται, για εκείνα που πάει και θυμάται; Το μυαλό είναι το μοναδικό μέρος που μπορούν να συμβούν τα πάνδεινα. Εκεί βάζεις τους στόχους σου, εκεί κάνεις τα όνειρά σου, εκεί φαντάστηκες το πρώτο σας φιλί πριν καν έρθει εκείνο το βράδυ που σε έπιασε απότομα και σε φίλησε.

Εκεί φαντάζεσαι αγκαλιές -και για να είμαστε ειλικρινείς μια συγκεκριμένη. Όταν όλα πάνε στραβά, σκέφτεσαι γιατί να μην μπορεί αυτός ο άνθρωπος να εμφανιστεί εκείνη τη στιγμή μπροστά σου. Πολλά έχεις ανεχτεί κι υπομείνει τον τελευταίο καιρό. «Γιατί δεν είσαι εδώ, να ηρεμήσεις το μέσα μου, γαμώτο σου;». Σκέφτεσαι, κλείσε τα μάτια, πήγαινε να κοιμηθείς, να ηρεμήσεις.

Ξημέρωσε, το ξυπνητήρι χτυπάει, πατάς αναβολή. Θα το ξαναβάλω σε κάνα δεκάλεπτο, λες προσπαθώντας να κερδίσεις μερικά ακόμα λεπτά ύπνου. Πρέπει να σηκωθώ, να κάνω καφέ, πρωινό, να ανοίξω το θερμοσίφωνα, να ξαναρίξω μια ματιά σε κάτι χαρτιά, κάτι να διαβάσω, να πάρω κάτι τηλέφωνα, σκέφτεσαι.

Ξαφνικά όλα αυτά περνούν σε δεύτερη μοίρα γιατί κάποιον σκέφτηκες. Είναι εκείνος που σκέφτεσαι κάθε γαμημένο πρωί. Δεν έχει σημασία αν σου συμπεριφέρθηκε σωστά ή λάθος, αν κάποτε ήσασταν μαζί, αν τώρα είστε, σημασία για εκείνα τα λεπτά έχει πως δεν ξύπνησες στην αγκαλιά του. Γιατί το κρεβάτι ήταν όλη τη νύχτα άδειο και κανένας δε σε σκούντησε, γιατί εκείνος δεν ήταν εκεί για να τραβήξει το πάπλωμα και να μείνεις ξεσκέπαστη. Γιατί εκείνη δεν ήταν εκεί για να μπουν τα μαλλιά της στη μούρη σου.

Γυρνάς το κεφάλι κοιτάς την άδεια μεριά του κρεβατιού. Πόσο καιρό έχει να γεμίσει ουσιαστικά; Σκέφτεσαι, κι απλώνεις το χέρι να πιάσεις το κινητό και να απενεργοποιήσεις τα ξυπνητήρια αφού έχεις ξυπνήσει πια για τα καλά.

Το μυαλό όμως είναι δυνατότερος αντίπαλος, έτσι σου θυμίζει το τότε. Ναι, τότε που ξυπνούσες και μια «καλημέρα» σε περίμενε στην οθόνη του κινητού. Πάνε αυτά, μακάρι τότε να τα χάρηκες γιατί πλέον κατάλαβες πως το τίμημά τους ήταν βαρύ. Κάτι ακόμη σε κρατάει στο κρεβάτι, είναι που δε θες να βγεις ούτε σήμερα απ’ το σπίτι, πρέπει όμως, τελείωνε. Δίνεις παράταση μερικών ακόμη λεπτών στον εαυτό σου, μπαίνεις σε εκείνο το προφίλ. Σκρολάρεις και θυμάσαι.

Η ώρα πέρασε, σηκώνεσαι, κάνεις καφέ, ανάβεις τσιγάρο. Συνεχίζεις να σκέφτεσαι κι αυτό είναι καλό. Ο λόγος; Γιατί ένιωσες, γιατί κατάφερες να νιώσεις για κάποιον που μέχρι πριν λίγα χρόνια ή μήνες ήταν άγνωστος. Και τώρα τους αγνώστους παριστάνεται μα οι άγνωστοι δεν έχουν κοινά μυστικά κι αναμνήσεις.

Φύσα τον καπνό και διώξε και μαζί όλα εκείνα που σε καταβάλουν, όλα πέρασαν κι αν δεν πέρασαν, θα περάσουν. Να ξέρεις πως είσαι δυνατός, πως εσύ θυμάσαι σε έναν κόσμο που όλοι ξεχνούν κι όλα ξεχνιούνται. Οι κλήσεις που το μυαλό σου κάνει δεν είναι μεταμεσονύχτιες και μεθυσμένες. Δε μοιάζουν με των άλλων. Εσύ ξέρεις πως το μέσα σου, ανήκει σε εκείνον τον άνθρωπο που κάθε πρωί, μόλις ανοίξεις τα μάτια σου, θα σκεφτείς. Σε εκείνον που όταν ο Μορφέας σε παίρνει, έρχεται και τα λέτε.

Αν ποτέ συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο, σαν κι αυτόν που τόση ώρα σου περιγράφω, μην πετάξεις την τύχη. Αν είσαι η πρώτη του σκέψη, θα είσαι κι η τελευταία. Κάτι σου ανήκει κι ίσως μάλλον κάπου να ανήκεις και πίστεψέ με, αυτό δεν το βρίσκεις καθόλου εύκολα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Καλλιοντζή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή