Σεπτέμβρης. Ο μήνας που σε κάνει να πληρώσεις και με το παραπάνω για τις αμαρτίες Φλεβάρη κι Ιούνη, καθώς καλείσαι να δώσεις όσα μαθήματα χρωστάς. Ή για να είμαστε πιο σωστοί, όλα τα μαθήματα που σε έκοψαν.

Είσαι ακόμη σε mood καλοκαιριού, είτε είσαι φαν αυτής της εποχής είτε όχι, καθώς την ανεμελιά και την ελευθερία σαν χάρες δεν τις απαρνιέσαι καθόλου, ακόμη κι αν δεν έκανες τις διακοπάρες της ζωής σου αυτό το καλοκαίρι.

Τρέχεις βιβλιοθήκη, συναντιέσαι και με τους άλλους που γύρισαν απ’ τις πόλεις τους και προσπαθείτε να συγκεντρωθείτε για να διαβάσετε. Οι ώρες που κάθεστε στη βιβλιοθήκη απ’ τις προβλεπόμενες έξι για να βγει η ύλη καταλήγουν στις δύο και με το ζόρι και στην τελική βγαίνετε όλοι μαζί για καφέ, αναλύοντας το πόσο λάθος διδάσκεται το μάθημα, πόσο «πίσω» είναι ο καθηγητής σας και πόσο «μπροστά» θα μπορούσε να πάει αυτή η κοινωνία.

Έρχεται η ώρα της εξέτασης. Αρχίζεις να μετανιώνεις που δε διάβασες πάλι όσο θα ήθελες, βλέπεις τους μισούς με βλέμμα πανικού κι άγχους καθώς μπορεί αυτό το μάθημα να το δίνουν για τρίτη και τέταρτη φορά ενώ οι άλλοι μισοί είναι χαλαροί, βλέμμα απάθειας και στιλ «άντε να τελειώνουμε».

Περνάει η ώρα, παραδίδετε γραπτά και βγαίνετε απ’ την τάξη. Σε λίγες μέρες ξεκινάει το εξάμηνο κι όλοι σαν μία γροθιά δίνετε μία υπόσχεση: σε αυτό το εξάμηνο θα διαβάζετε, θα πατάτε σε όλα τα μαθήματα και κυρίως, θα τα περάσετε με την πρώτη.

Έφτασε λοιπόν η πρώτη μέρα στη σχολή. Κάθε χρόνο το ίδιο συναίσθημα: σαν να μην πέρασε μια μέρα. Απλώς λίγο-πολύ όλοι σας έχετε αλλάξει. Ο Χάρης κουρεύτηκε σαν άνθρωπος, η Μελίνα έβαψε τα μαλλιά της ξανθά, η Ντίνα έκανε ανταύγειες. Μικρές αλλαγές και μη, ωστόσο ίδια μάτια, ίδια πρόσωπα.

Αφού χαζεύετε λίγο τα πρωτάκια και νοσταλγείτε χασκογελώντας τις μέρες που ήσασταν εσείς στη θέση τους και πόσο ψαρωμένοι ήσασταν, φτάνει η ώρα να μπείτε στο αμφιθέατρο ή στην αίθουσα που θα γίνει το μάθημα.

Κάθεστε, τσεκάρετε το messenger μήπως έστειλε κανένα μήνυμα το μωρό και περιμένετε. Μέχρι που ο ένας πετάει τη βόμβα: «μήπως να πάμε για καφέ τελικά;».

Κοιτάζεστε μεταξύ σας και για μια στιγμή το σκέφτεστε. Βασικά τι μια στιγμή, είχατε ακριβώς το ίδιο πράγμα στο μυαλό σας, απλώς ο ένας είχε τα κότσια να το ξεστομίσει και να το προτείνει. Παίρνεις το θάρρος να δώσεις μία απάντηση, ώσπου μπαίνει ο καθηγητής μέσα και το θέμα θεωρείται λήξαν. Τουλάχιστον μέχρι το διάλειμμα.

Δύο ωρίτσες και κάτι είναι λες, θα περάσουν. Έλα όμως που δεν περνάνε. Το τετράδιο μπροστά σου ανοιχτό για ξεκάρφωμα, λες στην μπροστινή σου να κατεβάσει την αλογοουρά της για να σε κρύψει καλύτερα, σκύβεις και λίγο και κάνεις ό,τι μπορεί να σου ‘ρθει με το κινητό. Κοιτάς το ρολόι κι είναι δυόμιση. «Δυόμιση κι εγώ περιμένω» τραγουδάς από μέσα σου, καθώς είναι η ώρα που πρέπει να βγείτε για διάλειμμα.

Έλα όμως που δε σας βγάζει. Κι εκεί που νιώθεις ότι έχει περάσει ένας αιώνας, ξανακοιτάς το ρολόι κι είναι τρεις παρά είκοσι. Γουρλώνεις τα μάτια κι η απελπισία έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό σου, αλλά και στον υπολοίπων της παρέας σου.

Μέχρι που στην τελική σας αφήνει για διάλειμμα. Χωρίς δισταγμό παίρνετε τσάντες, φεύγετε βολίδα από αυτό το βασανιστήριο και πηγαίνετε για καφέ. Αυτό το γλυκό συναίσθημα της ελευθερίας, της παρέας και του αισθήματος ότι γλυτώσατε από λίγες ώρες βαρετής για εσάς παράδοσης, μπορεί να σε γεμίσει τόσο πολύ, που θα αισθανθείς την ευτυχία να σε πλημμυρίζει.

Κι ενώ καθίσατε στο καφέ αργά το μεσημέρι, κοιτάτε έξω κι έχει ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Σηκώνεστε και πάτε μια βόλτα έτσι, γιατί δε γίνατε αρκετά ρόμπα στο καφέ, να σας θαυμάσουν και στον δρόμο.

Με τα λίγα, μιας κι έχει βραδιάσει και είναι η πρώτη μέρα της φοιτητικής σας χρονιάς –το ότι δεν κάτσατε ούτε στα μισά των μαθημάτων καμία σημασία δεν έχει– λέτε να συμπληρωθεί το καρέ όμορφα, με το να πάτε για ένα ποτό. Τι κι αν δεν ήσασταν προετοιμασμένοι καταλλήλως κι οι περισσότεροι φοράτε τζιν και πιο χυτά ρούχα; Πάντα θα υπάρχουν τα υπέροχα μαγαζιά, φοιτητικά στέκια που θα έχουν πελάτες φοιτητές σαν εσάς. Που τελευταία στιγμή χωρίς καμία υπερανάλυση, θέλουν να βγουν και να περάσουν καλά.

Κι αυτό επαναλαμβάνεται και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Κι έχετε πλέον σπάσει την υπόσχεση που δώσατε σε εκείνο το τελευταίο μάθημα του Σεπτέμβρη.

Μη σκας όμως. Γιατί αυτά τα χρόνια είναι που θα θυμάσαι και θα νοσταλγείς όσο τίποτα, όταν θα δουλεύεις κι όταν θα ‘χεις φτιάξει τη δική σου οικογένεια.

Εξάλλου, ξέρεις πολύ καλά πως ό,τι θες να πετύχεις, μπορείς να το πετύχεις. Κι ας μην πατάς σε όλα τα μαθήματα, αν στρωθείς στην εξεταστική, πάλι κάτι θα γράψεις και θα περάσεις. Αλλά και να μην περάσεις αυτό το μάθημα τώρα, βάλε στόχο να το περάσεις την επόμενη.

Ζήσε αυτή τη ζωή, τη φοιτητική, στο μάξιμουμ. Γιατί καθετί έχει την αρχή και το τέλος του και το πότε θα τελειώσει χαμπάρι δε θα πάρεις. Όσο για τα πρόσωπα που τώρα θεωρείς δεδομένα και δίπλα σου, δεν ξέρεις πώς θα τα φέρει η ζωή και σε τι δρόμους θα σας βγάλει.

Και μακάρι η μεγαλύτερη υπόσχεση που θα αθετήσεις στη ζωή σου, να είναι αυτή του ότι θα διαβάζεις και θα πηγαίνεις στα μαθήματα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Πωλίνα Πανέρη 

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου