Η φωτιά σιγοκαίει ώρες τώρα.
Δεν ξέρω αν είναι μέρα ή νύχτα έξω. Δε με νοιάζει κιόλας. Κάθομαι και κοιτάω πως γλύφουν τα κούτσουρα οι φλόγες. Εγώ και το τζάκι είμαστε στο σπίτι. Δε θυμάμαι από πότε. Εμένα μ’ αρέσει η μοναξιά. Εκείνου όχι. Το νευριάζει η μοναξιά μου.
«Δε κουράστηκες να με χαζεύεις μόνη σου;», απορεί.
Τι να του πω τώρα. Μήπως θα καταλάβει; Μες τις φλόγες έμαθε να ζει κι εμένα αυτές οι φλόγες με παιδεύουν. Αν δε τις βρω να μου κάψουν τα μέσα μου δεν ξεκουνιέμαι από δω.
Στον έρωτα τα θέλω όλα. Τίποτα λιγότερο. Έχεις να μου δώσεις τα «όλα» σου; Τα «λίγα» σου τι να τα κάνω; Μέτριο ούτε τον καφέ μου δεν πίνω. Ή πίσσα φαρμάκι ή γλυκό πετιμέζι.
Δεν έχει μέση λύση ο καφές. Ούτε ο έρωτας έχει.
Τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα. Χωρίς πολλά λόγια. Χωρίς παράθυρα και πόρτες ασφαλείας. Έχεις θεμέλια να χτίσεις βάσεις γερές; Έχεις τσιμέντο να μου βάλεις στα πόδια να μη φύγω ποτέ;
Αν έχεις, έλα. Σε περιμένω με τη βαλίτσα μου έτοιμη από χρόνια. Διαφορετικά μην μπεις στον κόπο. Είναι βαριά η βαλίτσα μου και δε σηκώνεται εύκολα. Θέλει χέρια δυνατά να τη σηκώσουν και κλειδιά μεταλλικά να την ανοίξουν.
Δεν ανοίγει εύκολα. Προσπάθησα κι εγώ κάποτε. Αλλά από τότε που έκλεισε αρνείται να την ανοίξουν. Κουράστηκα και κάθισα φαρδιά πλατιά να την παρακαλώ να μου κάνει το χατίρι. Άδικα.
Την έσυρα μαζί μου κάποιες φορές αλλά βάρυνε κι άλλο. Μου είπε να μην την ξαναβγάλω απ’ το σπίτι. Την τρομάζουν οι άνθρωποι. Την κλείδωσα κι εγώ στο πατάρι και ξέχασα πως υπάρχει.
Με στοιχειώνει η βαλίτσα μου. Με τρομάζει ο έρωτας. Τα θέλουν όλα, όπως εγώ. Γιατί με κοιτάς έτσι; Εσύ δεν τα θες όλα; Τα θες αλλά φοβάσαι να το πεις. Τρέμεις να τα διεκδικήσεις μήπως και τ’ αποκτήσεις και δεν έχεις που να τα βάλεις.
Μη φοβάσαι. Θα απλώσω τα χέρια μου κι εσύ τα δικά σου. Θα βάλουμε και στη βαλίτσα μερικά. Κι αν δε χωράνε θα τα στριμώξουμε στο πατάρι. Μόνο μη κλέψεις. Να μου τα φέρεις όλα. Να απλώσουμε και τα δικά μου να γίνουν ένα.
Έτσι μάλιστα. Έτσι αξίζει. Τα «όλα» σου και τα «όλα» μου μαζί. Χωρίς μαξιλάρι προστασίας. Δώσ’τα όλα η πάρ’τα όλα. Να με καις, να με πνίγεις, να με πετάς ψηλά και να με ρίχνεις στα τάρταρα. Δεν έχει ίσως, δεν ξέρω, θα δούμε. Είναι απόλυτος ο έρωτας. Έχει ναι και όχι. Λάβα ή πάγο. Δεν είναι δημοκράτης. Είναι δικτάτορας. Αποφασίζει και διατάζει.
Αν σ’ αρέσει. Αν δε σ’ αρέσει μη λες πως ερωτεύεσαι. Τον ξεφτιλίζεις. Κι όσο τον ξεφτιλίζεις, τόσο θυμώνει. Κι αν σε βρει θυμωμένος θα ξεσπάσει πάνω σου για τις τόσες προσβολές που του έριξες κάνοντας χλιαρές σχέσεις.
Το μισώ το χλιαρό. Φωνάζει από παντού συμβιβασμό, μετριότητα, μιζέρια. Αν θες λίγα, μην ερωτεύεσαι. Δεν είσαι άξιος εσύ να τον κυνηγάς. Δε θα σ’ αφήσει ποτέ να τον πιάσεις.
Μείνε μόνος σου κι άσε εμάς τους εγωιστές, τους κτητικούς, τους ασυμβίβαστους να ξαμοληθούμε στο κυνήγι του. Άσε με κι εμένα να θέλω, να ζητάω, να διεκδικώ τα πάντα.
Αν έρθεις, όμως, ρίξε ένα ξύλο στο τζάκι κι έλα κάτσε δίπλα μου. Να ρουφάω τζούρες από το τσιγάρο σου και να κλέβω οξυγόνο απ’ το στόμα σου. Να μου λες φύγαμε και να σου λέω πάμε. Να μου λες πέφτουμε και να σου λέω μαζί.
Κάνε με να χάσω τα λογικά μου. Να ανασαίνω κοντά σου. Να σκάω μακριά σου. Να πονάνε τα χείλη μου απ’ τα φιλιά και το κορμί μου απ’ τα χάδια. Να κάνουμε αγκαλιές που κουμπώνουν σαν να εξαρτάται από εκεί ολόκληρη η ύπαρξή μας.
Και να εξαρτάται. Να το ξέρω και να το ξέρεις.
Τέτοιο έρωτα θέλω. Έχεις τέτοιο έρωτα; Αν δεν έχεις, μην έρθεις. Δε θέλω τίποτα λιγότερο.