Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ψωμαδέλλη Μαριάντζελα.

Ποτέ δε μου άρεσαν οι γάμοι. Πάθαινα αναφυλαξία στο άκουσμά τους. Εγώ είμαι γυναίκα καριέρας. Με ενδιαφέρουν οι στόχοι μου. Κι ένας βαρετός σύζυγος με τη συνοδεία μερικών κουτσούβελων να τρέχουν δεξιά και αριστερά, σίγουρα δεν είναι μέσα σε αυτούς.

Ούτε σε γάμους φίλων και γνωστών μου άρεσε να πηγαίνω. Σιχαινόμουν τα βλέμματα λύπησης και συμπόνοιας επειδή είχα φτάσει τα τριάντα και είχα μείνει στο ράφι. Όταν όμως το περασμένο καλοκαίρι μου ζήτησε η Νατάσα, η καλύτερή μου φίλη από τον καιρό που σπούδαζαμε στη Φιλοσοφική, να παρευρεθώ στο γάμο της στα Χανιά, ήξερα πως αυτή τη φορά δεν μπορούσα να το αποφύγω.

Στο λιμάνι των Χανίων με περίμενε η φίλη μου που μόλις με αντίκρισε, έπεσε με φόρα στην αγκαλιά μου. Βλέποντας τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, ξέχασα στη στιγμή τον όποιο ενδοιασμό μου για αυτό το ταξίδι. Με οδήγησε στο δωμάτιο που μου είχε κλείσει, άφησα τα πράγματά μου και στη συνέχεια με πήγε σπίτι της να γνωρίσω το μέλλοντα σύζυγό της, τους γονείς και τα πεθερικά. Δεν σκέφτηκα το στόμα του λύκου που ετοιμαζόμουν να μπω παρά μόνο όταν έκανα το πρώτο βήμα μέσα στο σπίτι. Επικρατούσε το αδιαχώρητο από φίλους, γνωστούς και συγγενείς του ζευγαριού που είχαν αρχίσει να γλεντάνε προκαταβολικά αραδιάζοντας μαντινάδες σε κάθε ευκαιρία.

Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. Τι δουλειά είχα εγώ εκεί μέσα και μάλιστα σαν την καλαμιά στον κάμπο; Εκτός από την Νατάσα δε γνώριζα κανέναν άλλον παρευρισκόμενο. Η φίλη μου έδειχνε τόσο ευτυχισμένη και χαρούμενη. Κι ο Σπύρος, ο αρραβωνιαστικός της απολάμβανε την κάθε στιγμή στο πλάι της. Ήταν πολύ ταιριαστό ζευγάρι. «Πόσο καιρό έχω να νιώσω έτσι;» συλλογίστηκα με μελαγχολία και ασυναίσθητα ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο. Μόνο που ακριβώς πίσω μου δε βρισκόταν ο τοίχος κι έτσι χάνοντας την ισορροπία μου έπεσα πάνω σε ένα γοητευτικό άντρα που με κοιτούσε σαστισμένος καθώς τον έκανα μούσκεμα με το κρασί μου. «Συγνώμη» ψέλλισα και το έβαλα στα πόδια πριν προλάβει να μου απαντήσει και σχολιαστεί το γεγονός από ολόκληρη την λεβεντογέννα Κρήτη.

Την επόμενη μέρα ήταν ο γάμος. Πήγα στην εκκλησία ελπίζοντας πως το ατυχές συμβάν της προηγούμενης μέρας θα είχε κιόλας ξεχαστεί. Κάτι που στάθηκε αδύνατο αφού με το που έφτασα, είδα το χθεσινοβραδινό μου θύμα να εκτελεί χρέη κουμπάρου, να στέκεται δίπλα στο γαμπρό και να μου χαμογελάει με νόημα. Κοροϊδευτικά ή συμπονετικά δεν μπορούσα να καταλάβω. Ήταν αδύνατον να πάρω τα μάτια μου από αυτό το κολασμένο χαμόγελο. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

Ο γάμος κύλισε ομαλά. Η Νατάσα θύμιζε λευκή μπομπονιέρα μέσα στο φουσκωτό νυφικό της και έλαμπε ολόκληρη στο πλευρό του Σπύρου που την κοίταζε στα μάτια. Οι γονείς του ζευγαριού δεν μπορούσαν να κρύψουν στιγμή τη χαρά και την συγκίνησή τους ενώ δεν έλειψαν και οι μπαλωθιές. Αχ! Ας με έβρισκε μια Παναγία μου να γλίτωνα από αυτή την υπερβολική δόση ευτυχίας!

Η δεξίωση έγινε σε ένα όμορφο κτήμα δίπλα στη θάλασσα. Η θέση μου στο τραπέζι ήταν μαζί με τις ανύπαντρες ντόπιες φίλες της Νατάσας. Κοινώς ήταν το τραπέζι για τα κορίτσια του ραφιού. Δεν ξέρω πώς έδειχνα εγώ αλλά εκείνες ήταν σίγουρα αξιολύπητες σχολιάζοντας την περιουσία και τα προσόντα κάθε υποψήφιου γαμπρού που πέρναγε από δίπλα τους. Τόσος καημός πια για μια κουλούρα; Για να ξεχάσω αυτή την «ωραία» ατμόσφαιρα και τη μιζέρια στην οποία με παρέσυραν οι κρητικοπούλες, άρχισα να πίνω ρακές. Όταν έφτασε η ώρα του γαμοπίλαφου, ήμουν ήδη λιώμα στο μεθύσι.

Μετά από λίγη ώρα βρέθηκα παραπατώντας στις τουαλέτες, με τις γόβες μου ανά χείρας. Μην μπορώντας να κρατήσω την ισορροπία μου, σωριάστηκα στο πάτωμα και έβαλα τα κλάματα. Ούτε που ξέρω πόση ώρα έμεινα κλεισμένη εκεί μέσα. Μου χτυπούσαν την πόρτα για να βγω και τους έβριζα. Η τσικουδιά είχε βάλει το χεράκι της για τον παγκρήτιο διασυρμό μου. «Ας με πάρει κάποιος μακριά από εδώ» φώναζα μέσα στα αναφιλητά μου. Κάποια στιγμή, η πόρτα άνοιξε απότομα και ένιωσα δυο χέρια να με σηκώνουν από το πάτωμα και να με κουβαλάνε μέσα στο σκοτάδι. Άρχισα να φωνάζω και να προσπαθώ να ξεφύγω. Δεν είχα δυνάμεις. Λιποθύμησα.

Όταν συνήλθα, βρισκόμουν σε μια ξαπλώστρα πλάι στη θάλασσα σκεπασμένη με ένα σακάκι. Συγκεκριμένα, το σακάκι του κουμπάρου που καθόταν δίπλα μου και με παρατηρούσε. Ένιωσα τεράστια ντροπή. Είχα καταφέρει να γίνω δεύτερη φορά ρεζίλι στον ίδιο άνθρωπο, ο οποίος αντί να με αφήσει στη μαύρη μου μοίρα, παράτησε το γλέντι και μου συμπαραστεκόταν στο δράμα μου. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από το ποτό και το κλάμα ενώ στο στομάχι μου χόρευαν εκατοντάδες πεταλούδες σε ρυθμό σάμπα. Δε με ρώτησε τίποτα. Απλά στεκόταν εκεί, μου χάιδευε τα μαλλιά και περίμενε υπομονετικά να συνέλθω.

«Συγνώμη που σου χάλασα τη βραδιά» τόλμησα να ξεστομίσω δίχως να τον κοιτάξω καν.
«Μάλλον μου την έφτιαξες αφού μου έδωσες την ευκαιρία να φύγω από εκεί μέσα» μου απάντησε αφήνοντάς με άφωνη. Κοιταχτήκαμε συνωμοτικά και βάλαμε τα χάχανα.
«Λαέρτης» είπε δίνοντάς μου το χέρι του.
«Μάχη» του απάντησα χαμογελώντας.

Το ξημέρωμα μας βρήκε να χαζεύουμε τα αστέρια να χάνονται και να δίνουν τη θέση τους στην ανατολή. Το γλέντι του γάμου από το διπλανό κτήμα έφτασε σιγά σιγά στο τέλος του μόλις σίγησαν οι λύρες. Όταν και οι τελευταίοι καλεσμένοι επιβιβάστηκαν στα αυτοκίνητά τους, ο γοητευτικός άντρας με πήρε από το χέρι και άρχισε να με σέρνει πίσω του. Τον ακολούθησα πειθήνια. Δε ρώτησα πού με πάει. Ένιωθα από ένστικτο πως μαζί του ο παράδεισος ήταν κοντά.

Μπήκαμε στο αμάξι του και πήραμε το δρόμο που οδηγεί έξω από τα Χανιά. Μετά από κάμποση ώρα, βρεθήκαμε σε μια υπέροχη απομονωμένη παραλία στη Σούγια. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Ένας παράδεισος που φτιάχτηκε μόνο για μας. Ο ήλιος καθρεφτιζόταν πάνω στα καταγάλανα νερά που έσκαγαν αθόρυβα στην αμμουδιά. Δίχως να το πολυσκεφτώ, έβγαλα το φόρεμά μου και βούτηξα με τα εσώρουχα στη θάλασσα. Το νερό λειτούργησε αναζωογονητικά στον ταλαιπωρημένο μου οργανισμό. Όταν βγήκα από τη θάλασσα, ο Λαέρτης είχε ξεφορτώσει μια σκηνή από το αυτοκίνητο και την έστηνε στην παραλία. Μου είχε ετοιμάσει καφέ σε πλαστικό ποτήρι και μερικά μπισκότα. Τον λάτρεψα.

«Μπορούμε να μείνουμε όσες μέρες θελήσεις εδώ. Έχω πάντα προμήθειες στο αυτοκίνητο. Μόλις μου το ζητήσεις, γυρίζουμε πίσω» είπε μα πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, του έκλεισα το στόμα με ένα φιλί. Πουθενά δεν ήθελα να πάω. Πουθενά δεν θα ήταν καλύτερα από την αγκαλιά αυτού του άγνωστου άντρα που μέσα σε λίγες ώρες βάλθηκε με την παρουσία του να ταράξει τη ζωή και τις ισορροπίες μου.

Για τις επόμενες δεκαπέντε μέρες ξέχασα τα πάντα. Έκλεισα το κινητό και έκοψα κάθε επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Ευτυχώς που είχα πάρει άδεια από τη δουλειά μου, αλλιώς θα με είχαν σίγουρα απολύσει. Άφησα στην άκρη τη σοβαρή και αποστειρωμένη Μάχη της Αθήνας και ξαναέγινα το ανέμελο κορίτσι των εφηβικών μου χρόνων. Είχα μάτια μόνο για τον πρίγκηπα του παραμυθιού μου. Αφέθηκα στα έμπειρα χέρια του που πρόθυμα με οδηγούσαν σε μονοπάτια που είχα ξεχάσει πως υπήρχαν. Στα μονοπάτια του έρωτα και της αγάπης.

Τα πρωινά κολυμπούσαμε στα απάνεμα νερά, φτιάχναμε τεράστια κάστρα στην άμμο, κυνηγιόμασταν και γελούσαμε σαν μικρά παιδιά. Δεν υπήρχε βότσαλο που να μην χαράζαμε τα αρχικά μας και μια καρδιά. Βρήκαμε κάτι τεράστια κοχύλια και φωνάζαμε σ’αγαπώ ο ένας στον άλλον με όλη μας τη δύναμη. Εκκωφαντικά σ’αγαπώ για να τα ακούσει όλος ο κόσμος μα κυρίως για να τα χωνέψουμε εμείς. Ήταν απίστευτα όλα αυτά τα συναισθήματα που γέμιζαν αβίαστα την ψυχή μας. Δυο χαζοχαρούμενα μαθητούδια που κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν από τους αυστηρούς γονείς και να ζήσουν τον έρωτά τους. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, εμείς ήμασταν οι γονείς του εαυτού μας.

Τα βράδια ανάβαμε φωτιές, ψήναμε λουκάνικα και χορεύαμε αγκαλιασμένοι πάνω στη άμμο σιγοτραγουδώντας τα αγαπημένα μας τραγούδια. Κολυμπούσαμε ολόγυμνοι κάτω από το φως του φεγγαριού ανταλλάσσοντας φιλιά γεμάτα αρμύρα. Η απόλυτη ελευθερία μα και η απόλυτη φυλακή σε έναν έρωτα απροσπέλαστο. Κάθε φιλί ένα μικρό βεγγαλικό και κάθε ένωση των κορμιών μας έμοιαζε με βροχή πυροτεχνημάτων στον ξάστερο ουρανό. Είχα ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις ζωντανός.

Το διάστημα που μείναμε μαζί, μιλήσαμε ελάχιστα για τους εαυτούς μας και την καθημερινότητά μας. Δε θέλησα να τον ρωτήσω αν υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή του. Δε με ενδιέφερε. Αυτό που ζούσαμε ήταν κάτι το μοναδικό. Μια απίστευτη καλοκαιρινή τρέλα που σίγουρα άλλοι δεν προλαβαίνουν να ζήσουν ούτε σε δέκα ζωές.

Όταν με πήγε στο λιμάνι των Χανίων για να πάρω το πλοίο για Πειραιά, δε θέλησα να τον αποχαιρετήσω. Σήκωσα τη βαλίτσα μου και πήρα το δρόμο του γυρισμού δίχως να κοιτάξω πίσω. Αν το έκανα, θα ήταν μια υπόσχεση πως θα ξαναβρεθούμε κι όσο κι αν εγώ τη ζητούσα, δεν ήξερα αν εκείνος ήθελε να τη δώσει.
Λίγες μέρες αργότερα επικοινώνησα με τη Νατάσα για να απολογηθώ για τη συμπεριφορά μου και μου ανέφερε πως ήρθε η αρραβωνιαστικιά του κουμπάρου της από τη Στοκχόλμη. Το ζευγάρι ετοιμαζόταν να παντρευτεί την επόμενη εβδομάδα στο νησί. Δεν του κράτησα κακία. Αυτό που ζήσαμε ήταν πρωτόγνωρα όμορφο και θα το θυμάμαι πάντα με αγάπη. Άλλωστε, τώρα ξέρω πώς είναι να αγαπάς.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Μαριάντζελα και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!