Ο κύριος Στέφανος, συνταξιούχος οδηγός τρένων, εδώ και τρία χρόνια, από τη μέρα δηλαδή που βγήκε στη σύνταξη, πηγαίνει όσο συχνά μπορεί και κάθεται σε κάποιον από τους διαδρόμους επιβίβασης και αποβίβασης στο σταθμό των τρένων.

Στέκεται και κοιτάζει τον κόσμο που περιμένει.

Άλλοι περιμένουν να ταξιδέψουν, άλλοι να συναντήσουν κάποιον κι άλλοι, όπως αυτός, δεν περιμένουν τίποτα. Απλά στέκονται και παρατηρούν.

Δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί το σταθμό. Μια ζωή πέρασε εκεί, μια ζωή στο πρώτο βαγόνι να κοιτάζει τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε στα τρένα. Τώρα το κάνει από ένα παγκάκι μιας τυχαίας γραμμής.

Χιλιάδες κόσμου πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Μικροί, μεγάλοι, χαρούμενοι, λυπημένοι, σκεπτικοί, κουρασμένοι. Ο καθένας με την ιστορία του, που ο κύριος Στέφανος ποτέ δε μάθαινε. Τους έβλεπε σιωπηλούς να κοιτάζουν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο ή χαζεύοντας αδιάφορα τριγύρω και πολλές φορές έφτιαχνε από μια ιστορία για τον καθένα.
Όλοι μας έχουμε βρεθεί σε σταθμούς τρένων, λεωφορείων, σε λιμάνια κι αεροδρόμια κι όλοι μας έχουμε παρατηρήσει τον κόσμο που είναι εκεί και περιμένει σαν εμάς. Το ίδιο, φαντάζομαι, έχουν κάνει και για εμάς.

Ο καθένας που ταξιδεύει μόνος του μαζί με τη βαλίτσα του κουβαλάει και τις σκέψεις του, όπως κι αυτοί που δεν ταξιδεύουν αλλά είναι εκεί περιμένοντας να συναντήσουν κάποιον.

Οι ταξιδιωτικοί σταθμοί είναι μέρη που συγκεντρώνουν όλα τα συναισθήματα. Παρατηρείς ανθρώπους κι ανάλογα με τους μορφασμούς των προσώπων τους κάνεις υποθέσεις για το τι μπορεί να τους συμβαίνει.

Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, τρίβει συνέχεια τα γόνατα της κι όταν δεν το κάνει ψάχνει μέσα στις εφτά σακούλες που κρατάει. Αυτόματα περνάει από το μυαλό πως πονούν τα πόδια της κι ανησυχεί μήπως κι έχει ξεχάσει κάτι. Μάλλον πηγαίνει σε κάποιο από τα παιδιά της που θα ‘χει να δει καιρό.
Παρακάτω είναι μια κοπέλα που εδώ και μισή ώρα έχει καρφώσει το βλέμμα στις ράγες. Ανέκφραστη και σχεδόν ακίνητη.

Εδώ σε θέλω. Σ’ αυτή την περίπτωση η φαντασία μπορεί να οργιάσει. Χώρισε, την απέλυσαν, μάλωσε με τους δικούς της κι έφυγε ή απλά βαριέται τόσο πολύ.
Λίγο πιο πέρα από την κοπέλα είναι ένας τύπος, γύρω στα είκοσι πέντε. Αυτός κοιτάζει ψηλά και σίγουρα σκέφτεται κάτι χαρούμενο, δεν μπορεί να κρυφτεί. Σαν να κάνει εσωτερικό διάλογο και χαμογελάει αχνά με τις ίδιες του τις σκέψεις, ίσα που μπορεί να διακριθεί το χαμόγελό του. Κάτι του πηγαίνει πολύ καλά μάλλον.

Δίπλα στη μαμά του κάθεται ένα παιδάκι. Η μαμά του μιλάει στο τηλέφωνο κι αυτό κοιτάζει γύρω γύρω εκστασιασμένο. Ποιος ξέρει σ’ ένα παιδικό μυαλό πώς φαντάζουν τα τρένα; Ποιος ξέρει πόσες ιστορίες περνούν απ’ τη σκέψη του;
«Ποιος, άραγε, μπορεί να οδηγήσει ένα τόσο μεγάλο τρένο;» ο κύριος Στέφανος φανταζόταν ότι θα αναρωτιόταν ο μικρός με το μυαλουδάκι του. Αν δεν ήξερε ότι το τρένο θα φτάσει από λεπτό σε λεπτό, θα πλησίαζε για να μπορέσει να του λύσει τις απορίες.

Άνθρωποι, σκέψεις και βαλίτσες πηγαινοέρχονται καθημερινά κι είναι ωραίο να υποθέτεις τι μπορεί να σκέφτεται ο καθένας, ίσως ο καλύτερος τρόπος για να ξεφεύγεις από τις δικές σου σκέψεις.

Παρατηρείς ανθρώπους και σε παρατηρούν κι αυτοί. Εσύ μπορεί να σκέφτεσαι τι να μαγειρέψεις την επόμενη μέρα κι οι άλλοι, με το ύφος που πιθανώς έχεις, να σκέφτονται ότι σε βασανίζουν άλυτα προβλήματα.

Η σιωπή του καθένα δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται με δακρύβρεχτες ιστορίες πόνου κι απελπισίας. Σαφώς είναι πολύ πιθανό να κρύβονται και τέτοιες πίσω από σιωπηλούς ανθρώπους σε σταθμούς και στάσεις, όχι, όμως, απαραίτητο.

Την επόμενη φορά που θα δεις μια κοπέλα να σκουπίζει τα μάτια της μη βιαστείς να συμπεράνεις ότι κλαίει, σκέψου απλώς ότι είναι έξι ώρα το πρωί και δακρύζει από το χασμουρητό, κουκουλωμένη με το κασκόλ και το μπουφάν της.

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου