Γιατί οι έρωτες τελειώνουν;

Αυτές τις μέρες περνάω τη φάση, κρεβάτι-καναπέ και σε κάθε ανασήκωμα μου, απ’τό ένα για το άλλο, η ίδια αυτή απορία, μου τριβελίζει το μυαλό.

Το γιατί οι έρωτες τελειώνουν, είναι από αυτά τα θέματα που κάνουν τζιζ. Που αποφεύγουμε να τα ακουμπήσουμε, να τα μυρίσουμε, να τα κουβεντιάσουμε.

Αρκούμαστε μόνο στο πριν και το μετά. Όχι όμως στο τι μεσολάβησε.

Συζητάμε για την αγάπη που ήρθε και μας ξεσήκωσε και αργότερα για τον πόνο που μας ισοπέδωσε.

Στο μεταξύ όμως;

Ερωτεύτηκα έναν άνθρωπο και του έδωσα τα πάντα. Τον αγάπησα άνευ ορών. Πίστευε και πίστευα ότι ήμασταν ο ένας για τον άλλον. Είχαμε βρει ένα κοινό ρυθμό ζωής.

Κάναμε σχέδια για το μέλλον, χρησιμοποιώντας το «εμείς» Λένε όμως, πως όταν κανείς σχέδια ο θεός γελάει.

Τι φοβερή εφαρμογή που έχει αυτή η ρήση στην εποχή μας. Μια εποχή που τα συναισθήματα γίνονται ενα με τον εγωισμό, η επιφάνεια και η βιτρίνα η μόνη μας ενασχόληση και ο έρωτας είτε η αγάπη, παραμένουν στο κομπαρσιλίκι.

Η πεμπτουσία των συναισθημάτων αδυνατεί να βρει έκφραση μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι.

Όταν ξεκινάς μια σχέση δε σκέφτεσαι ότι θα τελειώσει. Βουτάς χωρίς αναπνευστήρα στα διακόσια μέτρα και το ζεις. 

Όλες οι προηγούμενες απολαύσεις, φαντάζουν φτωχές κι ελλείπείς μπροστά στην παρέα του αγαπημένου σου. 

Ώσπου κάποια στιγμή, γίνεται το big bang και έρχεται η αποκάλυψη. Τότε που το σκοτάδι καλύπτει τα πάντα και ξεκινάς κάθοδο για την άβυσσο. 

Συνήθως θα ανακαλύψεις ψέματα εντέχνως κρυμμένα στις γωνίες και κάπου εκεί θα συμπληρωθεί το παζλ των πέντε χιλιάδων κομματιών με ταχύτητες μηδενικές. 

Μετά τι κανείς; Η σκέψη παραπέει ανάμεσα σε λογική και συναίσθημα.

«Δεν πρέπει να τον συγχωρήσω που συναντούσε ακόμη την πρώην του, αλλά τον θέλω», σκέφτεσαι. 

Και ξυπνάς μια μέρα και η έλλειψη του σε πνίγει. Και λες κομμάτια να γίνει. Τελικά δίνεις την ρημάδα την ευκαιρία εκείνη την αποφράδα μέρα.

Πόσο όμως αντέχει η ψυχή ενός ανθρώπου τον πόνο;Πόση δύναμη χρειάζεται να συγχωρείς και να κοιτάξεις μπροστά μαζί με τον μικρό Ιούδα που σου κρατάει τρεμάμενα το χέρι σου;

Για λίγο καιρό ζεις και λες όλα πάνε καλά. Καταφέρνεις κι αφήνεις πίσω σου αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις. Προσπαθείς να κοιτάξεις το μέλλον θάβοντας τα φαντάσματα στα κάτεργα των σκέψεων σου.

Οι δαίμονες, όμως, πάντα κάποτε ξυπνάνε.

Ξυπνάνε και τονίζουν τα λάθη του, τρέφουν τόν φόβο σου μην ξανά πέσει στο ίδιο ατόπημα, αυτός που κοιμάται δίπλα σου. 

Οι σειρήνες αναβοσβήνουν λες και πλησιάζει τυφώνας κλίμακας πέντε. 

Και καταλήγεις εκεί που ξεκίνησες. Στον ίδιο καναπέ που κάποτε μοιραζόσασταν και που τώρα θες να τον πλύνεις με χλωρίνη μήπως και ξεπλυθεί η βρωμιά και το ψέμα που πότισε την ψυχή σου.

Η καρδιά ξεχνάει, λένε.Το μυαλό όμως; Το μυαλό ξεχνιέται, δεν ξεχνάει. 

Πέφτει σε λήθαργο, αλλά στο τέλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. 

Κάπου εκεί τελειώνει και ο έρωτας. Όταν η αξιοπρέπεια και η αυτοάμυνα, αρχίζουν να αποκτούν ξανά ενεργό ρόλο στο παιχνίδι. 

Και μαζί με το φινάλε του έρωτα, προστίθενται στην εικόνα πινελιές αηδίας και αποστροφής.

Δε θες πια ούτε να σε ακουμπάει, ούτε να σε κοιτάει στα μάτια. Στρέφει το βλέμμα του επάνω σου κι εσύ το στρέφεις στα πλακάκια. 

Κουράστηκες. Κουράστηκες να είσαι διαρκώς εξαντλημένη.

Κουράστηκες να πηγαινοέρχεσαι από καναπέ σε κρεβάτι. 

Δέσε τα κορδόνια σου και φύγε. Δεν υπάρχει πια κάτι ζωντανό εκεί γύρω.

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου